γωρυτός
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ὁ (ἡ AP6.34 (Rhian.)), A quiver, ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον αὐτῷ γωρυτῷ Od.21.54, cf. Lyc.458, AP6.34 (Rhian.), J.BJ3.5.5, Luc.Herc.1, Q.S.3.35; γ. πλήρεις ὀϊστῶν Anon. ap. Suid., cf.EM244.7; wrongly expld. as bow-case, Apollon.Lex., Eust.1898.21.
German (Pape)
[Seite 512] ὁ, der Bogenbehälter, Hom. einmal, Odyss. 21, 54, vgl. Apoll. Lex. Homer. p. 56, 1; – Sp., wie Luc. Herc. 1; auch fem., Rhian. 8 (VI, 34).
Greek (Liddell-Scott)
γωρῡτός: ὁ, θήκη τόξου, ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον αὐτῷ γωρυτῷ Ὀδ. Φ. 54. 2) φαρέτρα, Λυκόφρ. 458· ὡσαύτως θηλ., Ἀνθ. Π. 6. 34.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 étui d’arc;
2 carquois.
Étymologie: Benveniste : de deux mots iraniens, le premier signifiant « bœuf », le second « boyau » ou « peau d’animal écorché ».
Spanish (DGE)
(γωρῡτός) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): γόρυτος Hsch.
carcaj, Od.21.54, Lyc.458, Rhian.66.3, I.BI 3.96, Apollon.900, Luc.Herc.1, X.Eph.1.2.6, Q.S.3.35, Hsch.
• Etimología: Seguramente es un prést. escita. Pero tb. se ha supuesto un comp. cuyo primer término sería el n. iran. del buey, cf. Γωβρύας n. pr. El segundo término < *rūta o *rauta atestiguado en iran. como ‘piel de animal desollado’.
Greek Monolingual
γωρυτός, ο (Α)
1. φαρέτρα
2. θήκη τόξου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία και σπάνια λ. με την οποία δηλωνόταν πιθ. η κοινή αρχικά θήκη για το τόξο και τα βέλη με αποτέλεσμα αργότερα η λ. γωρυτός να σημαίνει τόσο «φαρέτρα» όσο και «θήκη τόξου». Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. σκυθικής προέλευσης, στην οποία υπετέθη ως α' συνθετικό η ιρανική λέξη για το «βόδι» ενώ ως β' συνθετικό το ruta- ή rauta-, που μαρτυρείται στην Ιρανική με τη σημ. «έντερο» ή «γδαρμένο δέρμα ζώου» (πρβλ. περσ. rūda)].
Greek Monotonic
γωρῡτός: ὁ, θήκη για τόξα, φαρέτρα, σαϊτοθήκη, σε Ομήρ. Οδ.· ως θηλ., σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
γωρῡτός: ὁ, Anth. ἡ
1) чехол (или футляр) для лука Hom.;
2) колчан Luc., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γωρυτός -οῦ, ὁ, ἡ pijlkoker.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. (f.)
Meaning: quiver, which also was a bow-case (φ 54).
Other forms: Hesychius' χωρυτός will be due to ancient etymology, as appears from Ap. Soph. (παρὰ τὸ ...χωρεῖν). γορυτός H. may be just a mistake.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.
Etymology: Acc. to Benveniste Mélanges Boisacq 1, 42ff. a Scythian LW [loanword] (cf. on τόξον), containing the old word for cow (s. βοῦς), iran. Γω- in Γω-βάρης etc., and an unknown second member, perhaps to NPers. rūda intestine; B. makes of this cow-hide and from there something made of leather, but this is not allowed. Cf. Morgenstierne KZ 61, 29f. As another meaning than cow-hide seems hardly possible, the first element is prob. not cow-. - Lubotsky suggests to me that it may come from *varutra- something that protects (Skt. varutar-). v- often becomes g- in later Iranian; the pronunciation may already have resembled g(w)- for the Greeks; -va- > o is trivial; note that this etym. explains the long u.
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
a bow-case, quiver, Od.; as fem., Anth.
Frisk Etymology German
γωρυτός: {gōrutós}
Grammar: m. (f.)
Meaning: Köcher (φ 54, Lyk. u. spät).
Etymology: Herkunft unsicher. Nach Benveniste Mélanges Boisacq 1, 42ff. skythisches LW (vgl. zu τόξον), u. zw. aus dem alten Wort für Rind (s. βοῦς), iran. Γω- in Γωβάρης usw., und einem unklaren Hinterglied, viell. zu npers. rūda und Verw., gew. Darm, Eingeweide; in der von B. für γωρυτός angesetzten Bedeutung abgezogenes Fell (vgl. insbes. arab. rauδaq ib.), woraus durch Übertragung Gegenstand aus Rindsleder, muß es sich um ein anderes Wort handeln, s. Morgenstierne KZ 61, 29f.
Page 1,337