σάθη

From LSJ
Revision as of 11:30, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ’" to "’")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάθη Medium diacritics: σάθη Low diacritics: σάθη Capitals: ΣΑΘΗ
Transliteration A: sáthē Transliteration B: sathē Transliteration C: sathi Beta Code: sa/qh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, A membrum virile, Archil.97 (prob.), Ar.Lys.1119.

German (Pape)

[Seite 857] ἡ, das männliche Glied, Ar. Lys. 1119.

Greek (Liddell-Scott)

σάθη: [ᾰ], ἡ, τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Λυσ. 1119.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
le sexe de l’homme (Archil., AR Lys.).
Étymologie: DELG pê tiré de σαίνω avec le sens de « queue ».

Greek Monolingual

ἡ, Α
το ανδρικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. του ρ. σαίνω «κουνώ την ουρά» (πρβλ. σά-νν-ιον «ανδρικό μόριο») με εκφραστικό επίθημα -θη, το οποίο απαντά και σε άλλες συγγενείς σημασιολογικά λ. (πρβλ. πόσ-θη, κύσ-θο-ς). Η σημ. της λ. «ανδρικό μόριο» ερμηνεύεται από την ομοιότητα του ανδρικού μορίου με ουρά].

Russian (Dvoretsky)

σάθη: (ᾰ) ἡ Arph. = πόσθη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σάθη -ης, ἡ [σαίνω?] penis.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: 'male member' (Ar. Lys. 1119, pob. also Archil. 67).
Compounds: ἀνδρο-σάθων, -σάθης m. name of Priapos (AB, H. a.o.).
Derivatives: σάθων, -ωνος m. = πόσθων (Telecl. a.o.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation as πόσθη (?) a.o.; cf. Chantraine Form. 367, also Specht Ursprung 252 f. (not probable). Perh. to σαίνω as "the tail".

Frisk Etymology German

σάθη: {sáthē}
Grammar: f.
Meaning:’männliches Glied’ (Ar. Lys. 1119, wohl auch Archil. 67).
Composita: ἀνδροσάθων, -σάθης m. Ben. des Priapos (AB, H. u.a.).
Derivative: Davon σάθων, -ωνος m. = πόσθων (Telekl. u.a.);
Etymology: Bildung wie πόσθη u.a.; vgl. Chantraine Form. 367, auch Specht Ursprung 252 f. (nicht wahrscheinlich). Vielleicht zu σαίνω als "der Schwanz, der Wedel".
Page 2,670-671