μετεκβαίνω

From LSJ
Revision as of 22:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεκβαίνω Medium diacritics: μετεκβαίνω Low diacritics: μετεκβαίνω Capitals: ΜΕΤΕΚΒΑΙΝΩ
Transliteration A: metekbaínō Transliteration B: metekbainō Transliteration C: metekvaino Beta Code: metekbai/nw

English (LSJ)

A go from one into another, μετεκβαίνεσκε (Ion. impf.) ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Hdt.7.41, cf. 100; εἰς πλοῖον Antipho 5.21. 2 in speaking, pass on, μ. εἰς ἕτερόν τινα λόγον Pl.Lg.642b, cf. 935a. 3 c. acc., μ. φθόγγον pass from one note to another, AP 12.187 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 158] (s. βαίνω), heraus-, weg- und wo anders hingehen; μετεκβαίνεσκε ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν, Her. 7, 41; εἰς πλοῖον, Antiph. 5, 21; vom Tone, Strat. 29 (XII, 187); εἰς ἕτερον λόγον, übergehen, Plat. Legg. I, 642 a.

French (Bailly abrégé)

f. μετεκβήσομαι, etc.
passer d'un lieu dans un autre.
Étymologie: μετά, ἐκ, βαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

μετεκβαίνω: μεταβαίνω ἐκ τοῦ ἑνὸς εἰς ἕτερον, ἐκ... εἰς... Ἡρόδ. 7. 41, 100· εἰς..., Ἀντιφῶν 131 ἐν τέλ. 2) ἐν διαλόγῳ, προχωρῶ, προβαίνω, μ. εἰς ἕτερόν τινα λόγον Πλάτ. Νόμ. 642Α, πρβλ. 935Α. 3) μετ’ αἰτ., μ. φθόγγον, μεταβαίνω ἐξ ἑνὸς φθόγγου ἢ τόνου εἰς ἕτερον, Ἀνθ. Π. 12. 187.

Greek Monolingual

μετεκβαίνω (Α)
1. βγαίνω από ένα μέρος και μπαίνω σε άλλο
2. (στον διάλογο) προχωρώ, προβαίνω σε άλλο θέμα («μετεκβαῑμεν εἰς ἕτερόν τινα λόγον», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μετεκβαίνω: μέλ. -βήσομαι, πηγαίνω από έναν τόπο σε άλλο, σε Ηρόδ.· με αιτ., μετεκβαίνω φθόγγον, περνώ από μια νότα στην άλλη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μετεκβαίνω: (ион. 3 л. sing. impf. iter. μετεκβαίνεσκε) переходить (ἐκ τοῦ ἅρματος ἐς ἁρμάμαξαν Her.; εἰς ἕτερον λόγον Plat.): μετεκβῆναι φθόγγον Anth. переменить интонацию.

Middle Liddell

fut. -βήσομαι
to go from one place into another, Hdt.; c. acc., μ. φθόγγον to pass from one note to another, Anth.