σύνοπλος
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
ον, under arms together, allied, δόρατα E.HF127 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1031] mit unter den Waffen, Waffengefährte; ξύνοπλα δόρατα Eur. Herc. F. 128.
Greek (Liddell-Scott)
σύνοπλος: -ον, ὁ συμπολεμῶν τινι, σύμμαχος, σύνοπλα δόρατα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 128.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui s'unit à d'autres armes en parl. d'une arme;
2 allié en parl. de qqn.
Étymologie: σύν, ὅπλον.
Greek Monolingual
-ον, Α
σύμμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. ἔν-οπλος].
Greek Monotonic
σύνοπλος: -ον (ὅπλον), αυτός που πολεμάει από κοινού με κάποιον, συμπολεμιστής, συμμαχητής, σύμμαχος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σύνοπλος: воюющий вместе, союзный (δόρατα Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύνοπλος -ον [σύν, ὅπλον] voor hetzelfde doel bewapend, bondgenoten-:. δόρατα ξύνοπλα meevechtende speren Eur. HF 128.