πασπάλη

From LSJ
Revision as of 07:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πασπάλη Medium diacritics: πασπάλη Low diacritics: πασπάλη Capitals: ΠΑΣΠΑΛΗ
Transliteration A: paspálē Transliteration B: paspalē Transliteration C: paspali Beta Code: paspa/lh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, = παιπάλη, the finest meal, Hsch., Phot., Suid. s.v. ἀλευρότησις: metaph., ὕπνου οὐδὲ π. not a morsel of sleep, Ar.V.91.

German (Pape)

[Seite 532] ἡ, = παιπάλη, das feinste Mehl, Staubmehl, übtr., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, auch kein Stäubchen oder Körnchen Schlaf, als Bezeichnung des Kleinsten oder Wenigsten, Ar. Vesp. 91, vgl. Moer.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
grain ou farine de millet ; d'où chose minime.
Étymologie: cf. παιπάλη.

Greek (Liddell-Scott)

πασπάλη: [ᾰ], ἡ, = παιπάλη, τὸ λεπτότατον ἄλευρον, κοινῶς «πάσπαλη», Σουΐδ., Φώτ., κλ.· μεταφορ., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, οὐδὲ βαρχύ τι, οὐδ’ ἐλάχιστόν τι ὕπνου, Ἀριστοφ. Σφ. 91· πρβλ. ἄχνα ἐν τέλ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και πάσπαλη, η, και πασπάλι, το, Ν
πολύ λεπτό αλεύρι
νεοελλ.
1. οποιαδήποτε ουσία τριμμένη σε λεπτή σκόνη
2. σκόνη, κονιορτός
3. (ειδικά) η λεπτότατη άχνη που διασκορπίζεται στον γύρω χώρο ή επικάθεται στα εξαρτήματα του αλευρόμυλου κατά την άλεση
αρχ.
μτφ. κάθε πράγμα σε ελάχιστη ποσότητα («ὕπνου δ' ὁρᾷ της νυκτὸς οὐδὲ πασπάλην», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της με το συνώνυμο παιπάλη «λεπτό αλεύρι» οφείλεται σε παρετυμολογία].

Greek Monotonic

πασπάλη: [ᾰ], ἡ, = παιπάλη, πολύ ψιλό αλεύρι· μεταφ., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, ούτε υποψία ύπνου, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πασπάλη: ἡ (ср. παιπάλη) зернышко, пылинка: ὕπνου οὐδὲ πασπάλην ὁρᾶν Arph. не засыпать ни на минуту, не смыкать глаз.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πασπάλη -ης, ἡ [~ πάλη] fijn meel; overdr.. ὕπνου οὐδὲ π. nog geen greintje slaap Aristoph. Ve. 91.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: fine flour etc. = παιπάλη, πάλη (Ar. V. 91 [metaph. of a very small measure], H., Phot., Suid.).
Compounds: πασπαλη-φάγος π.-eating' (Hippon.).
Derivatives: Also πάσπαλος with πασπαλέτης = κέγχρος resp. κεγχραλέτης (Gal.); PN Πασπαλᾶς.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Popular word of unknown formation; orig. *[σ]πα-σπάλη with dissim. (Schwyzer 260 a. 334 with Bq a. Curtius) is quite hypothetical. Cf. Masson Hipponax 155 w. n. 2 (one supposed Lyd. origin). - The relation with παιπάλη is quite unclear.

Middle Liddell

πᾰσπάλη, ἡ, = παιπάλη
the finest meal: metaph., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη not a morsel of sleep, Ar.

Frisk Etymology German

πασπάλη: {paspálē}
Grammar: f.
Meaning: feines Mehl = παιπάλη, πάλη (Ar. V. 91 [übertr. von einem sehr kleinen Maß], H., Phot., Suid.);
Composita: πασπαληφάγος’π.-fressend' (Hippon.);
Derivative: auch πάσπαλος mit πασπαλέτης = κέγχρος bzw. κεγχραλέτης (Gal.); PN Πασπαλᾶς.
Etymology: Volkstürnliches Wort unklarer Bildung; urspr. *[σ]πασπάλη mit Dissim. (Schwyzer 260 u. 334 mit Bq u. Curtius) ist ganz hypothetisch. Vgl. Masson Hipponax 155 m. A. 2 (über vermeintliche lyd. Herkunft).
Page 2,477