πειθαρχία

From LSJ
Revision as of 08:00, 17 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθαρχία Medium diacritics: πειθαρχία Low diacritics: πειθαρχία Capitals: ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ
Transliteration A: peitharchía Transliteration B: peitharchia Transliteration C: peitharchia Beta Code: peiqarxi/a

English (LSJ)

ἡ, obedience to command, A.Th.224, S.Ant. 676, Isoc.12.115, Pl.R.538e.

German (Pape)

[Seite 543] ἡ, Gehorsam; Aesch. Spt. 206; Soph. Ant. 672; Plat. Rep. VII, 538 e.

Greek (Liddell-Scott)

πειθαρχία: ἡ, τὸ πειθαρχεῖν, ὑπακούειν, ὑπακοή, Αἰσχύλ. Θήβ. 224, Σοφ. Ἀντ. 676, Ἰσοκρ. 256C, Πλάτ. Πολ. 538Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
obéissance.
Étymologie: πείθαρχος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ πείθαρχος
το να υπακούει κανείς στις αρχές, στους ανωτέρους και σε καθετί που επιβάλλεται από νόμο ή διαταγήπειθαρχία γὰρ ἐστι εὐπραξίας μήτηρ», Αισχύλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «στρατιωτική πειθαρχία» — η αυστηρή υπακοή κάθε κατώτερου σε βαθμό σε κάθε ανώτερο του σε θέματα που αφορούν εκτέλεση υπηρεσίας
β) «πειθαρχία πορείας»
στρατ. η ακριβής συμμόρφωση στρατιωτικών τμημάτων που πορεύονται στις διατάξεις του κανονισμού πορείας, για να αποφευχθούν ανωμαλίες και δυσάρεστες καταστάσεις
γ) «πειθαρχία πυρός»
στρατ. η πιστή τήρηση τών διαταγών και τών κανόνων για την εκτέλεση βολής από τους πυροβολητές κατά τον βομβαρδισμό ενός στόχου
δ) «τυφλή πειθαρχία» — πλήρης και χωρίς όρους υπακοή σε κάποιον ή σε κάτι, υποταγή.

Greek Monotonic

πειθαρχία: ἡ, υπακοή σε διαταγή, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πειθαρχία:послушание, повиновение Aesch., Soph., Isocr., Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πειθαρχία -ας, ἡ [πείθαρχος] gehoorzaamheid aan het gezag.

Middle Liddell

πειθαρχία, ἡ,
obedience to command, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

obedience

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Albanian: bindje; Arabic: طَاعَة‎, إِطَاعَة‎; Egyptian Arabic: طاعة‎; Armenian: հնազանդություն; Asturian: obediencia; Azerbaijani: itaət; Belarusian: паслухмянасць, пакорнасць, пакора, пакорлівасць; Bulgarian: подчинение, покорство; Catalan: obediència; Cherokee: ᎪᎯᏳᎯ; Chinese Mandarin: 百依百順, 百依百顺, 服從, 服从; Czech: poslušnost; Danish: lydighed; Dutch: gehoorzaamheid; Esperanto: obeemo; Estonian: sõnakuulelikkus; Faroese: lýdni; Finnish: kuuliaisuus; French: obéissance; Galician: obediencia; Georgian: მორჩილი; German: Gehorsam, Folgsamkeit, Gehorsamkeit; Greek: υπακοή, πειθαρχία; Ancient Greek: ὑπακοή, πειθαρχία; Hebrew: צַיְתָנוּת‎; Hindi: अनुपालन, आज्ञाकारिता, इताअत; Hungarian: engedelmesség; Indonesian: kepatuhan; Interlingua: obedientia; Irish: umhlaíocht; Italian: obbedienza; Japanese: 服従, 恭順, 順守; Kazakh: бағындыру, бағыну; Korean: 복종(服從); Kurdish Northern Kurdish: guhdarî; Kyrgyz: бойсунуучулук; Latin: oboedientia; Latvian: paklausība, rātnība; Lithuanian: paklusnumas, paklusimas; Macedonian: послушност; Malayalam: അനുസരണം; Mongolian Cyrillic: дуулгавар, дуулгавартай байдал; Norwegian Bokmål: lydighet; Old English: hīersumnes; Persian: رامی‎, اطاعت‎; Polish: posłuszeństwo; Portuguese: obediência; Romanian: ascultare, supunere; Russian: послушание, покорность, подчинение, повиновение; Sanskrit: अरमति; Serbo-Croatian Cyrillic: покорно̄ст, послушно̄ст; Roman: pokórnōst, poslúšnōst; Slovak: poslušnosť; Slovene: poslušnost; Spanish: obediencia; Swahili: taa; Swedish: lydnad; Tagalog: pagsunod; Tajik: итоат, фармонбардорӣ, итоаткорӣ; Telugu: విధేయత; Thai: การเชื่อฟัง; Turkish: itaatkârlık, itaatlilik; Ukrainian: покі́рність, послушність, покора, слухняність, послухняність; Urdu: اطاعت‎; Uyghur: ئىتائەت‎; Uzbek: boʻysunish, itoat; Vietnamese: sự nghe lời; Welsh: ufudd-dod; Westrobothnian: lydn, lidn; Yiddish: פֿאָלגן‎; Yoruba: igboran