παντοπώλιον
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
τό, place where all sorts of things are for sale, general market, bazaar, Pl.R.557d, Sammelb.6803iii 11 (iii B. C.), Wilcken Chr.415.78, POxy.520.1,2 (both ii A. D.): written παντοπωλεῖον in Aen. Tact.30.1, Poll.7.16.
German (Pape)
[Seite 464] τό, = παντοπωλεῖον, Plat. Rep. VIII, 557 d u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παντοπώλιον: τό, τόπος ἔνθα παντὸς εἴδους πράγματα πωλοῦνται, Πλάτ. Πολ. 557D, Πολυδ. Ζ΄, 16· παντοπωλεῖον παρ’ Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 13, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu ou boutique où l'on vend des marchandises de toute sorte, bazar.
Étymologie: πᾶν, πωλέω.
Greek Monolingual
τὸ, Α παντοπώλης
τόπος όπου πωλούνται κάθε είδους πράγματα.
Greek Monotonic
παντοπώλιον: τό, μέρος όπου όλα τα πράγματα είναι προς πώληση, γενική αγορά, παζάρι, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παντοπώλιον -ου, τό πᾶς, πωλέω bazaar.
Russian (Dvoretsky)
παντοπώλιον: τό место продажи всевозможных товаров, рынок, базар Plat.
Middle Liddell
παντοπώλιον, ου, τό,
a place where all things are for sale, a general market, bazaar, Plat.
English (Woodhouse)
bazaar, general market, general store where anything can be bought, general store, place where all sorts of things are for sale