πολύκωμος

From LSJ
Revision as of 08:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκωμος Medium diacritics: πολύκωμος Low diacritics: πολύκωμος Capitals: ΠΟΛΥΚΩΜΟΣ
Transliteration A: polýkōmos Transliteration B: polykōmos Transliteration C: polykomos Beta Code: polu/kwmos

English (LSJ)

ον, much-revelling, AP9.524.17, Anacrcont.40.14.

German (Pape)

[Seite 665] 1) viele Reigen od. Gelage feiernd, sie liebend; Bacchus, Hymn. (IX, 524, 17); δαῖτες, Anacr. 40, 13. – 2) mit vielen Dörfern, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui préside à des festins abondants (Dionysos).
Étymologie: πολύς, κῶμος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκωμος: -ον, ὁ πολὺ κωμάζων, πολλοὺς κώμους τελῶν, πολὺ διασκεδάζων, Ἀνθ. Π. 9. 524, 17, Ἀνακρεόντ. 43. 14. ΙΙ. (κώμη) ὁ ἔχων πολλὰς κώμας, χωρία, Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 304.

Greek Monolingual

(I)
-ον Α
1. αυτός που μετέχει σε πολλούς κώμους, σε πολλά συμπόσια και χορούς, αυτός που διασκεδάζει συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κωμος (< κῶμος «διασκέδαση, εορτή»), πρβλ. αγλαό-κωμος].
(II)
-ον, Μ
(για τόπο) αυτός που έχει πολλές κώμες, πολλά χωριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κωμος (< κώμη «χωριό, συνοικία»), πρβλ. τρί-κωμος].

Greek Monotonic

πολύκωμος: -ον, αυτός που διασκεδάζει πολύ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολύκωμος: участвующий во множестве пирушек (Διόνυσος Anth.).

Middle Liddell

πολύ-κωμος, ον,
much-revelling, Anth.