προβλώσκω
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
English (LSJ)
aor. inf. προμολεῖν, go or come forth, go out of the house, δμῳὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν Od.19.25; ὁ δὲ προμολών 4.22, cf.24.388, Il.21.37; μή τι θύραζε προβλώσκειν Od.21.239, cf.Opp.H. 2.252: c.gen., προβλώσκειν μεγάρων Orph.Fr.270.6.
German (Pape)
[Seite 712] (s. βλώσκω), hervorgehen, herausgehen; δμωὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν, Od. 19, 25; θύραζε, 21, 239. 385; προμολοῦσα, Il. 18, 382; πρόμολ' ὧδε, 392, u. öfter.
French (Bailly abrégé)
prés. et ao.2;
s'avancer, sortir.
Étymologie: πρό, βλώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
προβλώσκω: ἀόρ. ἀπαρ. προμολεῖν· ― ὑπάγω ἢ ἔρχομαι, παρουσιάζομαι, ἐξέρχομαι τῆς οἰκίας, δμωὰς δ’ οὐκ εἴα προβλωσκέμεν, «προϊέναι, προέρχεσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 25· ὁ δὲ προμολὼν Δ. 22, πρβλ. Ω. 388, Ἰλ. Φ. 37· μή τι θύραζε προβλώσκειν Ὀδ. Φ. 239, 385.
English (Autenrieth)
inf. προβλωσκέμεν, aor. 2 πρόμολον, imp. πρόμολε, part. -ών, -οῦσα: come or go forward or forth.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) πηγαίνω ή έρχομαι προς τα εμπρός, παρουσιάζομαι, εξέρχομαι από σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βλώσκω «πηγαίνω, έρχομαι»].
Greek Monotonic
προβλώσκω: Επικ. απαρ. -βλωσκέμεν, αόρ. βʹ απαρ. προμολεῖν· πηγαίνω ή έρχομαι, εξέρχομαι από το σπίτι, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
προβλώσκω: (эп. inf. тж. προβλωσκέμεν, 3 л. pl. aor. πρόμολον, imper. πρόμολε, part. προμολών) выходить (θύραζε Hom.): πρόμολ᾽ ὧδε Hom. выйди сюда.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-βλώσκω, ep. praes. inf. προβλωσκέμεν; ep. aor. πρόμολον, imperat. πρόμολε, ptc. προμολών, te voorschijn komen.
Middle Liddell
epic inf. -βλωσκέμεν aor2 inf. προμολεῖν
to go or come forth, to go out of the house, Hom.