ἐφίημι
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
Ion. ἐπ-, Dor. 3sg.
A ἐφίητι Pi.I.2.9, Ion. 3pl. ἐπιεῖσι Hdt.4.30: fut. ἐφήσω Od. 13.376: aor. 1 ind. ἐφῆκα, Ep. ἐφέηκα 9.38, lon. ἐπῆκα Hdt.5.63; in other moods aor. 2 forms were used, imper. ἔφες Il.5.174; Ep. subj. ἐφείω 1.567, 2sg. ἐφῇς S.El.554, opt. ἐφείην Il.18.124; Ion. inf. ἐπειναι Hdt.2.100; part. ἐφείς S.Aj.495 (v.l.), etc.:—Med., pres. inf. ἐφίεσθαι Antipho 5.79; part. ἐφιέμενος Od.13.7: fut. ἐφήσομαι Il.23.82: aor. 2 ἐφεῖτο S.Ph.619:—Pass., pf. ἐφέωται and ἐφεῖται Hsch.: [ἐφῐημι Ep., ἐφῑημι Att.; yet Hom. always uses ἐφιείς, ἐφίει, ἐφῑέμενος with [ῑ], exc. ἐφῐει Od.24.180]:—send to one, Πριάμῳ . . Ἶριν ἐφήσω Il.24.117; μ' ἐφέηκε . . καλέειν sent me to call, A.R.1.712. 2 in Hom., c. inf., set on, incite to do, ἠλεός, ὅς τ' ἐφέηκε πολύφρονά περ μάλ' ἀεῖσαι Od.14.464; so ἐ. τινὰ ἐχθοδοπῆσαι, χαλεπῆναι, στοναχῆσαι, Il.1.518, 18.108,124. 3 of things, throw or launch at one, ὅς τοι πρῶτος ἐφῆκε βέλος 16.812; ἄλλοις ἐφίει βέλεα Od.24.180, etc.; [ἔγχος], μελίην, Il.20.346, 21.170; οἰστὸν ἐπί τινι E.Med.632 (lyr.); ἐ. χεῖράς τινι to lay hands on him, μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσω Od.20.39, cf.Il.1.567, etc. 4 of events, destinies, etc., send upon one, τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκε 4.396, etc.; Ἀργείοισι πολύστονα κήδε' ἐφῆκεν 1.445, cf. 21.524; μνηστήρεσσιν ἄεθλον τοῦτον ἐφήσω Od. 19.576; νόστον... ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκε which he hath laid upon me, 9.38; so πάντ' ἐφήσω μόρον A.Eu.502 (lyr.); τέκνοις ἀρὰς ἐ. Id.Th.786 (lyr.). 5 send against, in hostile sense, τῷ στρατοπέδῳ τὴν ἵππον Hdt.5.63; τὴν ἵππον ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας Id.9.49; ἡνίοχοι ἐφίεσαν ὠκέας ἵππους Hes.Sc.307; στρατὸν ἐς πεδία E.Heracl.393. 6 let in, freq. of water, ἐπεῖναι τὸν ποταμὸν ἐπὶ τὴν χώρην Hdt.7.130, cf. 2.100; τὸ ὕδωρ ἐπὶ τὴν ἔσοδον Id.7.176; also ἐ. ἀκτῖνα Θήβαισι E.Ph.5; ἀγέλας ἐπὶ τὰ χωρία X.Cyr.1.1.2; ἄγαν ἐφῆκας γλώσσαν did'st let loose, E. Andr.954; ὀργήν τινι ἐ. Pl.Lg.731d. 7 throw into, ἐς λέβητ' ἐφῆκεν ἕψεσθαι μέλη E.Cyc.404. II let go, loosen, esp. the rein, ἐ. καὶ χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Pl.Prt.338a; οὐρία ἐφέντα (abs.) ibid.; πᾶσαν ἐφεὶς ὀθόνην [τῷ ἀνέμῳ] AP10.1 (Leon.), cf.A.R.2.934. b give up, yield, τινὶ τὴν ἡγεμονίαν Th.1.95; πάντ' ἐφέντες ἡδονήν E.Fr. 564; allow, τἆλλα τοῖς δούλοις Arist.Pol.1264a21. c c. inf., permit, allow, τινὶ ὀνειδίσαι Hdt.1.90, cf.3.113; σοί γ' ἐφῆκα πᾶν λέγειν S.El. 631; ἢν ἐφῇς μοι (sc. λέγειν) ib.554, cf. 556,649: c. acc. et inf., τοὺς νεωτέρους ἐ. διώκειν X.Cyr.4.2.24 (v.l. for ἀφ-):—Pass., ἐφεθήσεταί τινι c. inf., Luc.Pr.Im.24. d command, Pi.I.2.9 (v.infr.B). 2 give up, leave as a prey, ἐφῆκεν ἐλλοῖς ἰχθύσιν διαφθοράν S.Aj.1297, cf. 495 (v.l.); τὴν ἀποσκευὴν ἐ. τοῖς στρατιώταις διαρπάσαι D.S.14.75; intr. (sc. ἑαυτόν), give oneself up to, ἰσχυρῷ γέλωτι Pl.R.388e; [παιδιᾷ] Id.Ti.59c. III put the male to the female, ἐπῆκε ὀχεῦσαι τὸν ἵππον Hdt.3.85, cf. 4.30, Arist.HA630b33. IV as law-term, leave to another to decide, refer, δίκας ἐ. εἴς τινας D.40.31; εἰς δικαστήριον ibid.; ἐ. τινὰ εἰς τὸ δικαστήριον refer him to... Id.34.21; (sc. ἑαυτόν) appeal, εἰς τοὺς δικαστάς Id.29.59; ἐπί τινα Luc.Bis Acc.4; εἰς ἕτερον δικαστήριον Id.Herm.30; ἀπό τινος D.C.64.2: abs., Id.37.27. B Med., lay one's command or behest upon, ὑμέων δ' ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἐφιέμενος τάδε εἴρω Od.13.7, cf. Il.23.82, 24.300; ἐπιστολὰς ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο A.Pr.4; πρός τι τοῦτ' ἐφίεσαι; S.OT766: c. inf., ἐ. τινὶ ἀγγεῖλαι Id.El.1111, cf. Ar.V.242; χαίρειν τἀλλ' ἐγώ σ' ἐ. I bid thec have thy will, S.Aj.112, cf. A.Ch.1039: abs., ὡς ἐφίεσαι Id.Pers.228 (troch.), cf.E.IT1483; ἐ. ἐς Λακεδαίμονα send or ders to... Th.4.108. 2 allow or permit one to do, κάρα τέμνειν ἐφεῖτο τῷ θέλοντι S.Ph.619; f.l. for ὑφ- in X.An.6.6.31, etc. II c. gen., aim at, καλῶν lsoc.2.25; ἀγαθοῦ τινος Arist.EN1094a2, etc.; in fighting, τῶν προσώπων, τῶν ὅψεων, Plu.Pomp.71, Caes.45. 2 long for, desire, τί μοι τῶν δυσφόρων ἐφίῃ; S.El.143 (lyr.); τί . . ἐφίεσαι φιλοτιμίας; E.Ph.531; τῶν ἀλλοτρίων Antipho 5.79; τῶν κερδῶν, ἀρχῆς, Th.1.8,128; τῶν ἐν Σικελίᾳ ἀγαθῶν Id.4.61; ἰσότητος Arist.Pol.1302a25: c. gen. pers., X.Mem.4.1.2: c. inf., ὧν . . σου τυχεῖν ἐφίεμαι ἄκουσον S.Ph.1315; ἐ. ἄρξειν Th.6.6 codd. (leg. ἄρξαι): c. acc. et inf., S.OT1055.
German (Pape)
[Seite 1118] (s. ἵημι), ion. ἐπίημι, – 1) zusenden, zuschicken, Ἶριν Πριάμῳ Il, 24, 117; bes. in feindlicher Beziehung, aufreizen, aufhetzen, βέλεα, ἔγχος μελίην τινί, ein Geschoß gegen Einen schleudern, schießen, 16, 812. 15, 444; ähnlich χεῖράς τινι, Od. 20, 39 u. öfter, Hand an Jemand legen; ein unglückliches Geschick über Einen verhängen, ihm auferlegen, μνηστῆρσιν ἀεικέα πότμον ἐφήσω, 19, 550 u. sonst; νόστον, ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκε 9, 38; Ἀργείοισι πολύστονα κήδε' ἐφῆκεν Il. 1, 445; so auch Tragg., πάντ' ἐφήσω μόρον Aesch. Eum. 478, τέκνοις δ' ἀραίας ἐφῆκεν ἐπικότους τροφάς Spt. 768; ὡς δυστυχῆ Θήβαισιν ἀκτῖν' ἐφῆκας Eur. Phoen. 5, χέρα τινί Hec. 1128; auch μήποτ' ἐπ' ἐμοὶ τόξων ἐφείης ὀϊστόν, Med. 634; πεδία ἐς τάδ' οὐκ ἐφῆκέ πω στρατόν Heracl. 393, er hat noch kein Heer in dieses Land herangeführt; ἄγαν ἐφῆκας γλῶσσαν εἴς τι, loslassen die Zunge, Andr. 955; τὸ ὕδωρ ἐπῆκαν ἐπὶ τὴν ἔςοδον, sie leiteten es nach dem Eingange Her. 7, 176; – zulassen, ὄνους ταῖς ἵπποις, zum Bespringen, Her. 4, 30; Arist. A. H. 9, 47; – νέμονται αἱ ἀγέλαι, ἐφ' ὁποῖα ἂν αὐτὰς ἐφιῶσιν οἱ νομεῖς Xen. Cyr. 1, 1, 2, schlechtere Lesart ἐπάγωσιν, wo die Hirten sie hingehen lassen; – feindlich, angreifen lassen, τὴν ἵππον τῷ στρατοπέδῳ ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας, Her. 5, 63. 9, 49; τὴν ἵππον ἀθρόαν αὐτοῖς ἐφείς Plut. Arist. 14; Pol.; – τῷ κακῷ ἐφιέναι δεῖ τὴν ὀργήν, den Zorn gegen ihn richten, Plat. Legg. V, 731 d; – hinschleudern u. preisgeben, ἐλλοῖς ἰχθύσιν διαφθοράν Soph. Ai. 1276. – Bei Hom. auch c. inf., antreiben, anreizen, χόλος, ὅστ' ἐφέηκε πολύφρονά περ χαλεπῆναι Il. 18, 108, vgl. Od. 14, 464; ὅτε μ' ἐχθοδοπῆσαι ἐφήσεις Ἥρῃ, wenn du mich anreizen wirst, mich der Hera zu verfeinden, Il. 1, 518; ἀδινὸν στοναχῆσαι ἐφείην 18, 124; auch geradezu befehlen, heißen, νῦν δ' ἐφίητι τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμα Pind. I. 2, 9; τοὺς νεωτέρους ἐφίετε διώκειν Xen. Cyr. 4, 2, 24. – 21 überlassen, hingeben, ταρσὸν πνοιῇ Ap. Rh. 2, 934; nachlassen, καὶ χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Plat. Prot. 338 a; gestatten, ἐπειδή σοι ἐφῆκα πᾶν λέγειν Soph. El. 621, wie ἢν ἐφῇς μοι 544; πλὴν ὧν ὁ νόμος ἐφίησι Plat. Legg. IX, 876 e; absolut, einem vorangegangenen ἔξεστι entsprechend, Andoc. 1, 55; οἷς οὐκέτι ἐφίεσαν οἱ ξύμμαχοι τὴν ἡγεμονίαν Thuc. 1, 95; οὐδ' ἢν ὁ Λάκων ἐπίῃ τοι ἄρχειν ἡμεῖς ἐπήσομεν Her. 7, 161, vgl. 3, 113; Xen. Hell. 7, 4, 7 u. sonst; τὴν ἀποσκευὴν ἐφῆκε τοῖς στρατιώταις διαρπάσαι D. Sic. 14, 75; a. Sp., wie τὰς δόσεις Plut. Sol. 21; auch pass. ἐφείθη, es wurde gestattet, Arist. u. Folgde. – In Athen, δίκην, einen Proceß einer höheren Behörde zur Entscheidung überlassen, also appelliren, z. B. vom Schiedsrichter an die Entscheidung des eigentlichen Gerichts, ἐφῆκεν εἰς τὸ δικαστήριον, τὰς μικρὰς δίκας εἰς ὑμᾶς ἐφιᾶσιν, Dem. 40, 31, vgl. 55; ähnlich ἐφῆκεν ἡμᾶς ἐς τὸ δικαστήριον, er wies uns an den Gerichtshof, forderte uns vor, 34, 21; absol., ἐφιέναι δίδωσιν ὁ νόμος εἰς ἄλλο δικαστήριον Luc. Hermot. 30; a. Sp., wie D. Cass. 37, 27; ἀπό τινος, von Jem., 64, 2. – Auch intrans., wo man ἑαυτόν hinzudenken kann, sich überlassen, hingeben, ὅταν τις ἐφιῇ ἰσχυρῷ γέλωτι Plat. Rep. III, 388 e; Tim. 59 d; ὀργῇ D. Hal.; bes. ἡδονῇ. – 31 med., – al sich wonach strecken, begehren. wonach trachten, κοὐκ ἦν ἔτ' ἀργὸν οὐδὲν ὧν ἐφίετο Soph. O. C. 1601; ὧν δὲ σοῦ τυχεῖν ἐφίεμαι ἄκουσον Phil. 1299; τῆς κακίστης δαιμόνων φιλοτιμίας Euripid. Phoen. 531; neben θηρεύω Plat. Phil. 20 d; τῶν πραγμάτων Crat. 419 c; τ οῦ ἀρίστου Phaedr. 237 d; τῶν κερδῶν, ἀρχῆς, Thuc. 1, 8. 128; Folgde; ἐφιέμενοι τῆς πάσης ἄρξειν Thuc. 6, 6; τῆς ἡδονῆς Arist. Eth. oft; τῶν προσώπων, nach dem Gesichte zielen, mit den Geschossen, Plut. Pomp. 71; τῶν ὄψεων Caes. 45; ὀρχηστικῆς u. ä., die Kunst erlernen wollen, sich ihr widmen, Pol. 9, 20, 7. – b) zulassen, gestatten; οὐδ' ἐφέστιον ἄλλην τραπέσθαι Λοξίας ἐφίετο, er gestattete nicht, verbot, Aesch. Ch. 1035; κάρα τέμνειν ἐφεῖτο τῷ θέλοντι Soph. Phil. 615; ἡ πόλις σοι ἐφεῖτο ὅ τι ἐβούλου ποιῆσαι Xen. An. 6, 4, 31; οὐκ ἐφίετο αὐτοῖς τέχνης ἅψασθαι βαναύσου Plut. Lyc. 24. – c) auftragen, befehlen; ἄλλο δέ τοι ἐρέω καὶ ἐφήσομαι Il. 23, 82; ἑκάστῳ ἐφιέμενος τάδε εἴρω Od. 13, 7; οὐ μέντοι τόδ' ἐφιεμένῃ ἀπιθήσω Il. 24, 300; ἐπιστολάς, ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο Aesch. Prom. 4; ὅντιν' ἀρτίως μολεῖν ἐφιέμεσθα Soph. O. R. 1055; Ai. 970 El. 1100; wohin man auch rechnet χαίρειν, Ἀθάνα, τἄλλ' ἐγώ σ' ἐφίεμαι Ai. 112, an χαίρειν σε κελεύω erinnernd, ich wünsche, daß im Uebrigen du dich freuen magst, daß sonst dein Wille geschehe; ὥςπερ σὸν κέλευσμ' ἐφίεται Eur. I. T 1483; δεῖν κἀπάγειν ἐφίετο Bacch. 439; ἡμῖν ἐφεῖτ' ἐν ὥρᾳ ἥκειν Ar. Vesp. 242; so auch wohl ὁ δὲ εἰς τὴν Λακεδαίμονα ἐφιέμενος στρατιὰν προσαποστέλλειν ἐκέλευε Thuc. 4, 108. Über die Quantität des ι s. ἵημι.