μέσος

From LSJ
Revision as of 19:43, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέσος Medium diacritics: μέσος Low diacritics: μέσος Capitals: ΜΕΣΟΣ
Transliteration A: mésos Transliteration B: mesos Transliteration C: mesos Beta Code: me/sos

English (LSJ)

η, ον, also Arc. (v. ἰμέσος, μεσακόθεν); Ep. μέσσος (also Aeol., Sapph.1.12, IG11(4).1064b32, and Lyr., Pi.P.4.224, and sts. in Trag., E.HF403 (lyr.), S.OC1247 (lyr.), Tr.635 (lyr.), Ant.1223, 1236, Fr.255.5), Boeot., Cret. μέττος, IG7.2420.20 (iii B. C.), GDI 5000 ii

   A b 2 (v B. C.):—middle, in the middle,    I of Space, esp. with Nouns, of the middle point or part, μ. σάκος Il.7.258; ἱστίον 1.481; οὐρανός zenith, Od.4.400; μ. ἀπήνης from mid chariot, S.OT812; ἐν αἰθέρι μ. in mid-air, Id.Ant.416; μ. μετώπῳ in the middle of the forehead, PRyl.128.30 (i A. D.): in Prose freq. preceding the Art., κατὰ μέσον τὸν σταθμόν X.An.1.7.14; ἐν μ. τῇ χώρᾳ ib.2.1.11; ἐκ μ. τῆς νήσου, κατὰ μ. τὴν νῆσον, Pl.Criti.113d, 119d; ἐπὶ μέσου τοῦ τμάματος at the middle point of the segment, Archim.Aequil.1.6; ἁ ἐπὶ μέσαν τὰν βάσιν ἀγομένα (sc. εὐθεῖα) ib.12: sts. following the Noun, ἐν τῇ ἀγορᾷ μέσῃ D.29.12: less freq. midmost, central, of three or more objects, μ. ὁδός Thgn.220, 331; ὁ μ. [δάκτυλος] Pl.R.523c; τὸ μ. στῖφος the central division of the army, X.An.1.8.13; μέσον, τό, centre, ἡ ἐπὶ τὸ μ. φορά Iamb.Protr.21.    b with a Verb, ἔχεται μ. by the middle, by the waist, prov. from the wrestling-ring, Ar.Eq.387 (lyr.), cf. Ach. 571 (lyr.), Nu.1047, Ra.469; μέσην λαβόντα Id.Ach.274, cf. Hdt.9.107, D.53.17; ὁ πέπλος ἐρράγη μ. Philippid.25.5.    c c. gen., midway between, ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ ὀλίγον μ. Pl.Plt.303a (also μ. ἐπ' ἀμφότερα, ibid.):—S. has μέσος ἀπὸ [τοῦ κρατῆρος] τοῦ τε πέτρου OC 1595.    2 of Time, Hom. only in phrase μέσον ἦμαρ midday, Il.21.111, Od.7.288, Pi.P.9.113; μέσαι νύκτες Sapph.52, Hdt.4.181, X. An.7.8.12, etc.; θέρευς ἔτι μέσσου ἐόντος Hes.Op.502; χειμῶνος μέσου Ar.Fr.569.1; μ. ἡμέρα Hdn.8.5.9; μ. ἡλικία middle age, Pl.Ep.316c: so μέσοι τὴν ἡλικίαν E.Ep.5; μέσος ἀκμῆς v.l. in Theoc.25.164.    3 metaph., impartial, Th.4.83, PLond.1.113(1).27 (vi A.D.).    b inter-mediate, freq. c. gen., μ. τις γέγονα χρηματιστὴς τοῦ τε πάππου καὶ τοῦ πατρός Pl.R.330b; ψιλὸν μὲν τὸ π, δασὺ δὲ τὸ φ, μέσον δὲ ἀμφοῖν τὸ β D.H.Comp.14 (v. infr. d); ἡ τρίτη καὶ μ. τῶν εἰρημένων δυεῖν ἁρμονιῶν ib.24; ὁ μ. χαρακτήρ ib.21; indeterminate, Luc.Par.28; τὰ μ. things indifferent (neither good nor bad), Stoic.3.135, al.; of words such as τύχη, EM626.38; ζῴδια (neither lucky nor unlucky) Vett.Val.93.9; μ. δίαιτα Diocl.Fr.141, cf.Sor.1.46.    c Gramm., of Verbs, middle, Eust. 1846.30, etc.; μ. διάθεσις, σχήματα, A.D.Synt.226.10, 210.18; μ. ἐνεστώς present middle, ib.278.25.    d Gramm., of consonants, Lat. mediae, i. e. βγδ, D.T.631.23: but also of semi-vowels, Pl.Phlb.18c: of accent, ὀξύτητι καὶ βαρύτητι καὶ τῷ μέσῳ, i. e. the circumflex, Arist. Po.1456b33.    II middling, moderate,    1 of size, μέσοι ὀφθαλμοί, ὦτα, γλῶττα, Id.HA492a8,33,b31; μ. μεγέθει ib.496a21, PPetr.1p.37 (iii B. C.); μ. alone, of middle height, PGrenf.2.23 (a) ii 3 (ii B. C.), POxy. 73.13 (i A. D.), etc.    2 of class or quality, πάντων μέσ' ἄριστα Thgn. 335; παντὶ μέσῳ τὸ κράτος θεὸς ὤπασεν A.Eu.529 (lyr.); μ. ἐν πόλει Phoc.12; μ. ἀνήρ a man of middle rank, Hdt.1.107; μ. πολίτης Th.6.54; τὰ μ. τῶν πολιτῶν Id.3.82 (so τῶν ἀνὰ πόλιν τὰ μ. Pi.P.11.52); οἱ μ., between οἱ εὔποροι and οἱ ἄποροι, Arist.Pol.1289b31, 1295b3; οἱ μ. πολῖται ib.1296a19; τὸ μ. ib.1295b37; μ. [πολιτεία] ib.1296a7; ὁ μ. βίος Luc.Luct.9; mediocre, Pl.Prt.346d; τῶν ἑταιρῶν αἱ μ. Theopomp. Com.21. Adv. μέσως, ἱκανόν fairly adequate, Phld.Rh.2.4S.    III μέσον, τό, midst, intervening space, mostly with Preps.,    a ἐν μέσσῳ, = ἐν μεταιχμίῳ, Il.3.69,90; ἐν τῷ μ. in the midst, Ev.Matt.14.6; ἡ 'ν μέσῳ [μοῖρα] σῴζει πόλεις the middle class, E.Supp.244: without ἐν, ἔμβαλε μέσσῳ Il.4.444; ἔνθορε μέσσῳ 21.233; μέσσῳ ἀμφοτέρων 3.416, 7.277; τῶνδέ τ' ἐν μ. πεσεῖν E.Ph.583; ἐν μ. λόγους ἔχειν Id.Hel. 630; μῆκος ἐν μ. χρόνου A.Supp.735; χρόνος οὑν μ. E.Ph.589 (troch.); τὰ ἐν μ. what went between, S.OC583; οἱ ἐν μ. λόγοι the intervening words, Id.El.1364, E.Med.819; κλίνης ἐν μ. Id.Hec.1150; ἐν μ. ἡμῶν καὶ βασιλέως between us and him, X.An.2.2.3; σοφίας καὶ ἀμαθίας ἐν μ. Pl.Smp.203e; ἐν μ. νυκτῶν at midnight, X.Cyr.5.3.52; ἆθλα κείμεν' ἐν μέσῳ offered for competition (cf. infr. b), D.4.5, cf. Thgn.994, X.An.3.1.21; ἡ τιμὴ ἐν τῷ μέσῳ ἔστω deposited with the court, Herod.2.90: without ἐν, καὶ μέσῳ πάντες καὶ χωρὶς ἕκαστος both collectively and severally, IG12(5).872.27,31,38, al. (Tenos): in pl., κεῖτο δ' ἄρ' ἐν μέσσοισι Il.18.507; ἐν μέσοισ' Xenoph.1.7; ἐν μέσῳ εἶναι τοῦ συμμεῖξαι to stand in the way of... X.Cyr.5.2.26; ἡ γὰρ θάλαττα ἐν τῷ μ. is an obstacle, Id.Ath.2.2; οὐδεὶς ἐν μέσσῳ γείτων πέλεν Theoc.21.17; οὐδὲν ἂν ἦν ἐν μ. πολεμεῖν ἡμᾶς D.23.183; cf. ἰμέσος.    b ἐς μέσον, ἐς μ. ἀμφοτέρων, freq. in Hom. for ἐς μεταίχμιον, Il.4.79, 6.120; ἀνδρὶ δὲ νικηθέντι γυναῖκ' ἐς μέσσον ἔθηκε deposited her as a prize (cf. supr. a), 23.704; ἐς μ. δεικνύναι τινί τι Pi.Fr.42.3; ἐς μ. ἵεσθαι, ἐλθεῖν, παρελθεῖν, S.Tr.514 (lyr.), Theoc.22.183, Plu. Agis9; ἐς μέσον ἀμφοτέροισι . . δικάσσατε Il.23.574; ἐς τὸ μ. φέρειν bring forward publicly, Hdt.4.97, D.18.139; ἐς τὸ μ. λέγεσθαι Hdt. 6.129; ἐς μ. Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ πρήγματα to give up the power in common to all, Id.3.80; ἐς μ. τὴν ἀρχὴν τιθεὶς ἰσονομίην ὑμῖν προαγορεύω ib.142.    c ἐκ τοῦ μέσου away, ἐκ μ. ἀνελεῖν D.10.36, 18.294; [χειρόγραφον] ἦρκεν ἐκ τοῦ μ. Ep.Col.2.14, cf. Arr.Epict.3.3.15; also ἐκ μ. a half, ἔτη ὀκτὼ καὶ ἔνατον ἐκ μ. Th.4.133; also ἐκ μ. κατῆστο remained in the middle, i. e. neutral (cf. ἐκ 1.6 fin.), Hdt.3.83, cf. 4.118, 8.22,73.    d διὰ μέσου between, τὸ διὰ μ. ἔθνος Id.1.104; διὰ μ. ποιεῖσθαι X.Cyr.6.3.3; διὰ μ. γενέσθαι intervene, of an event, Th.4.20: c. gen., διὰ μέσου τῆς πόλεως ῥεῖ ποταμός X. An.1.2.23; διὰ μ. ῥεῖ τούτων ποταμός ib.1.4.4, etc.; τὸ τούτων διὰ μ. Pl.Lg.805e; also οἱ διὰ μέσου the middle party, the moderates, Th. 8.75, X.HG5.4.25; τὸ διὰ μ. the middle class, Arist.Pol.1296a8; of Time, ὁ διὰ μ. χρόνος Hdt.9.112; ἡ διὰ μ. ξύμβασις an interim agreement, Th.5.26; διὰ μέσου, as a figure of speech, use of parenthesis, Hdn.Fig.p.95S.    e ἀν (ὀν) τὸ μ. in the midst, Alc.18.3, Xenoph.1.11, Thgn.839; ἀνὰ μέσον midway between, Arist.HA496a22, Antiph. 13, Theoc.22.21, etc.; ἀνὰ μ. τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ βωμοῦ GDI2010 (Delph.), cf. PTeb.13.9 (ii B. C.), al.; θρὶξ ἀνὰ μέσσον Theoc.14.9; ἀνὰ μέσσα Nic.Th.167; also ἀνὰ μέσον φέρε, = μετρίως, Men.531.18.    f κατὰ μέσσον, = ἐν μέσῳ, Il.5.8, 16.285, etc.: c. gen., κὰδ δὲ μέσον τάφρου καὶ τείχεος ἷζον between, 9.87.    2 μέσον, τό, difference, τὸ μ. πρὸς τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας the average between... Th.1.10; πολλὸν τὸ μ., πολὺ τὸ μ., the difference is great, Hdt.1.126, E.Alc.914 (anap.); τὸ μ. οὐδὲν τῆς ἔχθρης ἐστί there is no middle course for our enmity, Hdt.7.11.    3 middle state, mean, τὸ μ. καὶ τὸ εὖ Arist.EN1109b26; ποιήματα μέσα, opp. ὀγκώδη, in the (correct) mean, Phld.Po.5.5. Adv. -ως, ἀναστρέφεσθαι Id.Rh.1.155S.    4 in Logic, τὸ μ. the middle term of a syllogism, opp. τὰ ἄκρα, Arist.APr.66a30; also ὁ μ. (sc. ὅρος) ib.25b33.    5 Math., middle terms in a proportion, Euc.6.16; μέση, or μέση (μέσος) ἀνάλογον a mean proportional (straight line or number), ib.13, 17, 8.11, 12, al.; μέσης εὕρεσις Arist.de An.413a19, Metaph.996b21; μέση medial, a specific kind of irrational (straight line), Euc.10.21, al.; μέσον ὀρθογώνιον (χωρίον) medial rectangle (area), ib.24, al.    6 Astron., ὁ διὰ μέσων τῶν ζῳδίων κύκλος the ecliptic, Hipparch.1.9.3,4, Gem.2.21, Ptol.Alm.2.7: without κύκλος, Eudox. ap. Arist.Metaph.1073b20, Hipparch.1.9.12; simply, ὁ διὰ μέσων D.L.7.146; but, ὁ μέσος [κύκλος] the equator of a rotating sphere, Arist.Metaph.1073b30.    7 μέσα, τά, = μέζεα, Blaes.p.191 K.    b = κοιλία 1.3, Herod.Med. ap. Orib.5.27.3, Gal.14.732: sg., Heph.Astr.1.1 (v.l. τὰ μέσα Cat.Cod.Astr.8(2).45).    8 Μέσον, τό, one of the law-courts at Athens, Phot., Sch.Ar.V.120.    9 οὐ τοῖς μέσοις τῆς βίας χρωμένη no ordinary force, Hierocl.p.15 A.    IV μέση, ἡ, as Subst., v. μέση.    V Adv. μέσον, Ep. μέσσον, in the middle, Il.12.167, Od.14.300: c. gen., between, οὐρανοῦ μ. χθονός <τε> E.Or.983 (lyr.), cf. Arr.Epict.2.22.10; in the midst of, μ. τῆς θαλάσσης LXX Ex.14.27; μ. γενεᾶς σκολιᾶς Ep.Phil.2.15: also in pl., μέσα αἰετὸς οὐρανοῦ ποτᾶται E.Rh.530 (lyr.), cf. Nic.Fr.74.26.    2 regul. Adv. μέσως, πόλεώς τ' οὐ μ. εὐδαίμονος E.Andr.873, cf. Hec.1113, Isoc.9.23; καὶ μ. even in a moderate degree, even a little, Th.2.60; μ. ἔχειν πρός or περί τι to be in the mean... Arist.EN1105b28, 1119a11; θερμότερον ἢ κραυρότερον ἢ μ. ἔχον Eub.7.1, cf. Sosip. 1.53; μ. βεβιωκέναι in a middle way, i. e. neither well nor ill, Pl.Phd. 113d; μ. μεθύων Men.226; μ. διατιθέναι in an intermediate way, D.H. Comp.14.    b Gramm., in the middle voice, A.D. Synt.276.21.    VI irreg. Comp. μεσαίτερος Pl.Prm.165b: Sup. μεσαίτατος Hdt.4.17, Arist.Mu.392b33, Gem.9.3, etc.; poet. μεσσότατος A.R.4.649, Man. 6.373. (Cf. Skt.mádhyas 'middle', Lat. medius, etc.)

German (Pape)

[Seite 139] poet. auch μέσσος, selbst bei den Tragg. in iambischen Stellen, wie Soph., vgl. Mein. quaest. Menandr. p. 318mit μετά zusammenhangend), mitten, in der Mitte; – a) vom Raume; βάλε Πηλείδαο μέσον σάκος, er traf den Schild in der Mitte, Il. 22, 260, wie αὐχένα μέσσον ἔλασσεν 14, 497, στῆθος μέσον οὔτασε 15, 525, öfter; auch allgemeiner, τὸν βάλε μέσσον ἄκοντι Il. 20, 413, Ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει Il. 8, 68, ἐν μέσσῃσι (βουσὶ) ὀρούσας 15, 635, στῆ δὲ μέσῳ ἐν ἀγῶνι, mitten in der Runde, 23, 507, wie ὁ τοῖσιν στὰς ἐν μέσοισι 7, 384, in ihrer Mitte; Pind. εἶπε δ' ἐν μέσοις u. ἐν μέσσοις, P. 4, 224 I. 7, 32, öfter; ζυγὸν θραύει μέσον, mitten entzwei bricht er das Joch, Aesch. Pers. 192; ἐκ μέσων ἀρκυσμάτων, Eum. 112; μέσης ἀπήνης ἐκκυλίνδεται, Soph. O. R. 812; ἐν αἰθέρι μέσῳ κατέστη ἡλίου κύκλος, Ant. 412, womit man vgl. αἱ δ' ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖνα, O. C. 1249, um Mittag ff. b); μέσου κρατὸς διασπαρέντος, Trach. 778; ἐν Ἀργείοις μέσοις, in der Mitte der Argiver, Phil. 626; θιάσοις ἐν μέσοισιν, Eur. Bacch. 221, u. öfter in ähnlichen Verbindungen; μέσον ἔχειν τινά, in der Mitte gefaßt halten, von dem Ringer hergenommen, Ar. Nub. 1030, u. pass., ἔχομαι μέσος, Ach. 545 Equ. 387; Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων, Aegypten mitten durchschneidend, Her. 2, 17, vgl. 4, 49; ἐκ μέσης τῆς νήσου, Plat. Critia. 113 d u. sonst; Xen. An. 2, 1, 11; so oft, vor dem Artikel stehend, denn τὸ μέσον στῖφος, 1, 8, 13, ist der mittlere Haufen; πρὸ τῆς φάλαγγος μέσης, Xen. An. 1, 2, 17; ἐν ἀγορᾷ μέσῃ, Dem. 29, 12. – b) von der Zeit; μέσον ἦμαρ, der Mittag, Il. 21, 111 Od. 7, 288; πρὶν μέσον ἀμαρ ἑλεῖν, Pind. P. 9, 117; Soph. frg. 239 (vgl. auch unter a); Eur. πρὸς μέσας βολὰς ἀκτῖνος, Ion 1135; in späterer Prosa, μέση ἡμέρα, wie Hdn. 8, 5, 22; μέση νύξ, wie περὶ μέσας νύκτας, Xen. An. 7, 8, 12, wo Krüger mehr Beispiele beibringt, alle ohne Artikel. – c) in der Mitte stehend, zwischen zwei Dingen, auch übertr. auf Geistiges, eine weitere Ausbildung der Verbindung ἐν μέσοις (s. oben); μέσος τις γέγονα χρηματιστὴς τοῦ τε πάππου καὶ τοῦ πατρός, Plat. Rep. I, 330 b; ὅτι μέσος ἂν εἴη τόπος χειμώνων τε καὶ τῆς θερινῆς φύσεως, Epin. 987 d; ὥςπερ ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ ὀλίγον μέσον, das Wenige steht in der Mitte zwischen der Einheit und der Menge, Polit. 303 a. Daher auch mittel mäßig, was zwischen dem Zuviel und Zuwenig die Mitte hält, ὀφθαλμοὶ μέσοι, von mittlerer Größe, Arist. H. A. 1, 10, auch μέσος τῷ μεγέθει, 1, 17; ἀνήρ, ein Mann von mittlerem Range od. Vermögen, Her. 1, 107; ἄνθρωποι, Plat. Legg. X, 907 a; auch = unparteiisch, XI, 929 e; μέσοι πολῖται, Thuc. 6, 54; vgl. Arist. pol. 4, 11; Plut. τῶν μέσων κατὰ γένος πολιτῶν, Camill. 25, vgl. Sol. 1; a. Sp.; – vermittelnd, δικαστής, Schiedsrichter, Thuc. 4, 83. – Bei den Gramm. sind μέσαι λέξεις Wörter, die in guter und schlimmer Bedeutung genommen werden können; συλλαβὴ μέση, syllaba anceps. – Bes. häufig ist das neutr., absolut oder substantivisch gebraucht, die Mitte, der Raum zwischen Etwas; ἐς μέσον ἀμφοτέρων συνίτην, in die Mitte beider Heere, Il. 6, 120, öfter; auch ohne gen., κακοὺς δ' ἐς μέσσον ἔλασσεν, 4, 299, u. ἐς μέσσον ἀμφοτέροισι δικάσσατε, 23, 574, sprechet beiden Theilen gleichmäßig, unparteiisch Recht; so auch κατὰ μέσσον, 5, 8. 16, 285; κὰδ δὲ μέσον τάφρου καὶ τείχεος ἷζον, 9, 87; ἐν μέσῳ, in der Mitte, 17, 375 u. öfter; ἔμβαλε μέσσῳ, 4, 444, vgl. Od. 11, 157; μέσσῳ ἀμφοτέρων, Il. 7, 277; οἱ δὲ εἶπον πολλὸν εἶναι αὐτέων τὸ μέσον, es sei die Mitte, der Unterschied groß, Her. 9, 82, vgl. 7, 11; ἐκ τοῦ μέσου κατῆσθαι od. ἕζεσθαι, aus der Mitte weggehen u. sich abgesondert hinsetzen, sich neutral halten, 3, 83. 8, 73; ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε, seid neutral zwischen uns, 8, 22, wie ἐκ τοῦ μέσου ἐξίστασθαι, Xen. An. 1, 5, 14, aus dem Wege gehen; ἐν μέσῳ ἐμοῦ τε καὶ σοῦ, in der Mitte zwischen uns beiden, Plat. Conv. 222 d; κατὰ μέσον παντὸς τοῦ κόσμου, Critia. 121 c; μέσον τῶν αὑτοῦ ἔχων, Xen. An. 1, 8, 13, wo Krüger mehrere Beispiele ohne Artikel beibringt; auch ἀνὰ μέσον, Antiphan. B. A. 80; Men. fr. inc. 2, 19; Pol. 5, 55, 7. – Auch von der Zeit, μέσον ἡμέρας, Xen. An. 1, 8, 8; διὰ μέσου, inzwischen, mittlerweile, Her. 9, 112; Thuc. 4, 20; die Mittel-, Durchschnittszahl, πρὸς τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας ναῦς τὸ μέσον σκοποῦντι, 1, 10. – Aus der Vrbdg ἐς μέσον τιθέναι τινί τι, Einem Etwas als Kampfpreis aufstellen, es in die Mitte hinstellen, daß alle Preisbewerber es sehen, Il. 23, 704 (vgl. κεῖται ἐν μέσοις, 18, 507, u. ἐν μέσῳ κεῖται τὰ ἀγαθά, Xen. An. 3, 1, 21), entwickelt sich das häufige ἐς τὸ μέσον φέρειν, τιθέναι u. ä., Etwas vorbringen, bekannt machen, z. B. γνώμην, Her. 4, 97, 6. 3, 80, 2; Plat. Legg. IV, 719 a XI, 936 a; ἐς τὸ μέσον κατατιθέντες im Ggstz von ἀποκρυπτόμενοι, Phil. 14 b; Dem. 20, 102, wie Sp., z. B. Luc. Hermot. 38. 64; im eigtl. Sinne, ἀργύριον, Ar. Eccl. 602. – Auch ταῦτ' ἐν μέσῳ τίθημι, das sage ich offen, gerade heraus, Aesch. Ch. 143; u. ähnlich δέσμιον ἔδειξ' Ἀχαιοῖς ἐς μέσον, offenkundig zeigte ich ihn, Soph. Phil. 605; χρηστόν τι βούλευμ' εἰς μέσον φέρειν, Eur. Suppl. 439, wie φέρω κοινοὺς εἰς μέσον λόγους, Troad. 54 u. öfter; so auch Her. γνώμην ἐς μέσον φέρω, vorbringen, aussprechen, 4, 97; τὸ λεγόμενον ἐς τὸ μέσον, das öffentlich Ausgesprochene, 6, 129; u. ähnlich ἐν κοινῷ καὶ μέσῳ ἔοικεν ἡμῖν κεῖσθαι, Plat. Legg. XII, 968 e; εἰς μέσον ὁμολογεῖν, Rep. VIII, 547 b, wie συμβῆναι εἰς τὸ μέσον, sich vereinigen, übereinkommen über Etwas, Prot. 337 e; ἐν τῷ μέσῳ ἑαυτὸν παρέχειν, Allen zugänglich sein, Xen. Cyr. 7, 5, 46; – διὰ μέσου ποιεῖσθαι, in die Mitte stellen, Xen. Cyr. 6, 3, 3; – ἐν μέσῳ τινὸς εἶναι, zwischen Etwas stehen, d. i. hinderlich sein, τοῦ συμμῖξαι, Xen. Cyr. 5, 2, 26; auch mit folgdm acc. c. inf., Dem. 23, 183. Vgl. θρὶξ ἀνὰ μέσσον, nur ein Haar fehlt noch daran, Theocr. 14, 9. – Διὰ μέσου oder ἐν τῷ μέσῳ, in einem Zwischensatze, parenthetisch, Grsmm. – Ἡ μέση, sc. χορδή, die mittlere Saite, der mittlere Ton, Music. – Bei den späteren Philosophen sind τὰ μέσα = ἀδιάφορα. – Ion. u. p. compar. u. superl. μεσαίτερος u. μεσαίτατος, Her. 4, 17, den auch Arist. u. die Sp. brauchen, u. der eigentlich auf μεσαῖος zurückzuführen ist; Ap. Rh. 4, 649 hat auch die Form μεσσότατος; – μέσατος u. μεσάτιος sind aber poet. Formen des Positivs. – Adv. μέσως, z. B. βεβιωκέναι, Plat. Phaed. 113 d, λέγειν, Prot. 346 e; Ggstz von σφοδρῶς ἢ ἀνειμένως, Arist. Eth. 2, 5; μέσως ἔχειν περί τι, mäßig sein, die Mitte halten zwischen zwei Extremen, ib. 3, 12; auch mit adj. verbunden, mittelmäßig, mäßig, πόλεως οὐ μέσως εὐδαίμονος, Eur. Andr. 874 Herc. Fur. 58 u. Sp.