ὑπερέρχομαι

From LSJ
Revision as of 18:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερέρχομαι Medium diacritics: ὑπερέρχομαι Low diacritics: υπερέρχομαι Capitals: ΥΠΕΡΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperérchomai Transliteration B: hypererchomai Transliteration C: ypererchomai Beta Code: u(pere/rxomai

English (LSJ)

aor. 2 -ῆλθον, pf. -ελήλυθα:—A pass over, cross, τὰς πηγὰς τοῦ ποταμοῦ X.An.4.4.3; τὰ ὄρη Ael.NA16.21; τὴν θάλατταν J. AJ3.1.5. II surpass, excel, ἀρεταῖς Pi.O.13.15. III overcome or survive a disease, ἢν ταύτην ὑπερέλθῃ ὁ νοσέων Aret.SA1.10.

German (Pape)

[Seite 1195] (s. ἔρχομαι), darüber kommen, hinausgehen; ὑπερελθόντων ἐν ἀέθλοις, Pind. Ol. 13, 15; Xen. An. 4, 4, 3.

French (Bailly abrégé)

passer par-dessus, franchir, acc..
Étymologie: ὑπέρ, ἔρχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερέρχομαι: περῶ ἄνωθεν, ἀποθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· μέχρι ὑπερῆλθον τὰς πηγὰς τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ Ξεν. Ἀν. 4. 4, 3· τὰ ὄρη Αἰλ. π. Ζ. 16. 21· τὴν θάλατταν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 1, 5, ΙΙ. ὑπερέχω, ἐξέχω, ἀρεταῖς Πινδ. Ο. 13. 20.

English (Slater)

ὑπερέρχομαι surpass νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν ἄκραις ἀρεταῖς ὑπερελθόντων ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις (gen. abs.) (O. 13.15)

Greek Monolingual

Α
(αποθ.)
1. περνώ από πάνωμέχρι ὑπερῆλθον τὰς πηγὰς τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ», Ξεν.)
2. ξεπερνώ αρρώστια, επιζώ
3. μτφ. υπερέχω, υπερτερώ.

Greek Monotonic

ὑπερέρχομαι: αποθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.·
I. περνώ πάνω από ένα ποτάμι, με αιτ., σε Ξεν.
II. υπερέχω, εξέχω, υπερτερώ, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερέρχομαι:
1) переходить (τὰς πηγὰς τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ Xen.);
2) превосходить, превышать (ἀρεταῖς ἔν τινι Pind.).

Middle Liddell


I. Dep. with aor2 and perf. act.:— to pass over a river, c. acc., Xen.
II. to surpass, excel, Pind.