πεντηκόνταρχος

From LSJ
Revision as of 08:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκόνταρχος Medium diacritics: πεντηκόνταρχος Low diacritics: πεντηκόνταρχος Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΡΧΟΣ
Transliteration A: pentēkóntarchos Transliteration B: pentēkontarchos Transliteration C: pentikontarchos Beta Code: penthko/ntarxos

English (LSJ)

ὁ, at Athens, A commander of fifty men, serving under the τριήραρχος, X. Ath. 1.2, D.50.18, 19, 24 (wrongly expld. by Harp. as commander of a πεντηκόντερος). 2 generally, leader of a company of fifty, LXX Ex. 18.21, 4 Ki.1.9.

German (Pape)

[Seite 558] ὁ, der Anführer von funfzig Mann; auch der Befehlshaber eines πεντηκόντορος, Xen. Ath. 1, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
litt. commandant de cinquante hommes ; particul. officier d'administration qui suppléait le triérarque pour l'administration ; commandant en second sur une galère.
Étymologie: πεντήκοντα, ἄρχω.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκόνταρχος: ὁ, ὁ διοικητής, σώματος ἐκ πεντήκοντα ἀνδρῶν, ἀξιωματικός τις ὑπὸ τὸν τριήραρχον, Δημ. 1212. 6, καὶ 20., 1214. 13· καὶ αὕτη πρέπει νὰ εἶναισημασία τῆς λέξ. ἐν Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 2. ― ὁ Ἁρποκρ. ἑρμηνεύει «πεντηκόνταρχος: ὁ τῆς πεντηκοντόρου ἄρχων, ὡς δηλοῖ Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ τοῦ ἐπιτριηραρχήματος, ὅτι δὲ πεντηκόντορος ἐκαλεῖτο ἡ ναῦς ἡ ὑπὸ πεντήκοντα ἐρεσσομένη πρόδηλον»· ἀλλ’ ἴδε Böckh Inscr. Nav. σ. 120.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(στην αρχαία Αθήνα) ο πέμπτος στην ιεραρχία αξιωματικός πολεμικού πλοίου ο οποίος διοικούσε σώμα από πενήντα άνδρες και βοηθούσε τον τριήραρχο στην επιτέλεση του έργου του
αρχ.
διοικητής, αρχηγός στρατιωτικού σώματος πενήντα ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + -αρχος].

Greek Monotonic

πεντηκόνταρχος: ὁ, ο αρχηγός πενήντα αντρών, σε Ξεν., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

πεντηκόνταρχος:пентеконтарх, начальник отряда в пятьдесят человек (преимущ. гребцов) Dem., Xen.

Middle Liddell

πεντηκόντ-αρχος, ὁ,
the commander of fifty men, Xen., Dem.