νόησις
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
Ion. νῶσις Timo 44.2: εως, ἡ:—A intelligence, understanding, noesis, opp. αἴσθησις, Diog.Apoll.3,al., Pl.Ti.28a, etc.; νοήσει καὶ οὐκ ὄμμασι Id.R.529b; superior to διάνοια, ib.511d; including ἐπιστήμη and διάνοια, ib.534a; ὁ νοῦς εἷς καὶ συνεχὴς ὥσπερ ἡ νόησις Arist.de An.407a7; ν. νοήσεως Id.Metaph.1074b34: pl., νοήσεις = processes of thought, Id.de An.407a24, Pr.917a39, Timol.c. II (concrete) idea, concept, ἡ κοινὴ τοῦ θεοῦ νόησις Epicur. Ep.3p.59U.
German (Pape)
[Seite 258] ἡ, das Wahrnehmen, bes. geistiges, Begreifen, Denken; νοήσει, ἀλλ' οὐκ ὄμμασι θεωρεῖν, Plat. Rep. VII, 529 b; καὶ λογισμός, 524 b; 534 b umfaßt er damit ἐπιστήμη u. διάνοια; τὸ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν, Tim. 28 a; Plut.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de se mettre dans l'esprit, intellection, conception ou intelligence d'une chose;
2 faculté de penser, intelligence, esprit.
Étymologie: νοέω.
Greek (Liddell-Scott)
νόησις: Ἰων. νῶσις (Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 23), -εως, ἡ, ἡ διὰ τοῦ νοῦ ἀντίληψις, σκέψις, ἀντίθετον τῷ αἴσθησις, Διογ. Ἀπολλων. Ἀποσπ. 4-6, Πλάτ. Τίμ. 28Α, κτλ. νοήσει καὶ οὐκ ὄμμασι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 529Β· ἀνώτερον τοῦ διάνοια, αὐτόθι 511D· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. Προβλ. 18. 7, 4.
Greek Monotonic
νόησις: ἡ, Ιων. νῶσις, -εως, ευφυΐα, διάνοια, σκέψη, αντίληψη μέσω του μυαλού, αντίθ. προς το αἴσθησις, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
νόησις: ион. тж. νῶσις, εως ἡ мышление, умозрение (νοήσει, ἀλλ᾽ οὐκ ὄμμασι θεωρεῖν Plat.; οὐκ ἐπὶ τοῦ πράγματος, ἀλλ᾽ ἐπὶ τῆς νοήσεως Arst.).
Middle Liddell
νόησις, Ionic νῶσις, εως,
intelligence, thought, Plat.