σιτοδεία
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
Ion. σιτοδείη, ἡ, want of food, famine, Hdt.1.22,94, Th.4.36, IPE12.32A23 (Olbia, iii B.C.), LXX Le.26.26, Plb.1.18.10, OGI 194.10 (Egypt, i B.C.).
German (Pape)
[Seite 885] ἡ, ion. σιτοδηΐη, Mangel an Getreide, an Brot, übh. an Nahrung; Her. 1, 22. 94; Thuc. 4, 36; σιτοδείας παρὰ πᾶσιν ἀνθρώπ οις γενομένης, Dem. 20, 33; καὶ σπάνις τῶν ἀναγκαίων, Pol. 1, 18, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοδεία: ἡ, ἔλλειψις σίτου ἢ τροφῆς, Ἡρόδ. 1. 22, 94. Θουκ. 4. 36. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 444.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque de blé ou de vivres, disette.
Étymologie: σῖτος, δέω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σιτοδείη, Α
έλλειψη σιτηρών, πλήρης έλλειψη τροφίμων, λόγω κακής σοδειάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -δεία (< -δεής < δέομαι «έχω έλλειψη»), πρβλ. ὀψο-δεία].
Greek Monotonic
σιτοδεία: Ιων. -δηΐη, ἡ (δέομαι), έλλειψη σιτηρών ή τροφής, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
σῑτοδεία: ион. σῑτοδηΐη ἡ нехватка хлеба или недостаток продовольствия Her., Thuc., Dem., Arst., Polyb.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτοδεία -ας, ἡ, Ion. σιτοδείη σῐτος, δέομαι voedselgebrek.
Middle Liddell
σῑτο-δεία, Ionic -δηίη, ἡ, δέομαι
want of corn or food, Hdt., Thuc.