γάστρις
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
ιδος or εως, ὁ, ἡ, A pot-bellied, πίθος Ael.NA14.26: as substantive, = γάστρα, IG11(2).154A69 (Delos, iii B. C.). 2 as substantive, glutton, Ar.Av.1604, Th.816, Jul.Or.5.176c: Comp. γαστρίστερος more of a glutton, Pl.Com.195: as adjective, γάστρις ἡδονή Ph.1.261. 3 affected with tapeworm, Hsch. II cake, made in Crete, Chrysipp. Tyan. ap. Ath. 14.647f.
Spanish (DGE)
-ιδος
• Alolema(s): γαστρίς Poll.2.175
• Morfología: [sg. ac. γάστριν Antiph.89.5, Epicr.5.8, Chrysipp.Tyan. en Ath.647f; compar. γαστρίστερος Pl.Com.219]
I 1glotón de pers., Ar.Au.1604, Th.816, Epicr.l.c., Antiph.l.c., Pl.Com.l.c., Ath.258f, Ael.VH 1.28, Poll.l.c., Iul.Or.8.176c, Hsch., Eust.1837.39
•tb. de anim. κύων Ath.160e
•fig. γ. ἡδονή placer que reside en la glotonería Ph.1.261.
2 panzudo πίθος Ael.NA 14.26.
3 que tiene lombrices Hsch.s.u. γάστριδες, Sud., EM 221.54G.
II subst.
1 vasija panzuda γαστρεῖς (sic) τρεῖς IG 11(2).154A.69 (Delos III a.C.).
2 cierto pastel de origen cretense, Chrysipp.Tyan.l.c., cf. γάστριον.
German (Pape)
[Seite 476] ιδος, ὁ, = γαστρίμαργος, Ar. Th. 816 Av. 1604; Arist. u. Sp. = dickbäuchig; πίθος Ael. H. A. 14, 26. – Plat. com. bei Poll. 2, 175 compar. γαστρίστερος. – Bei Ath. XIV, 647 f eine seine Kuchenart.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. (ὁ, ἡ)
I. 1 ventru;
2 gourmand, glouton;
II. subst. ὁ γάστρις sorte de gâteau.
Étymologie: γαστήρ.
Greek (Liddell-Scott)
γάστρις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μεγάλην κοιλίαν, πίθος Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 14. 26. 2) ὡς οὐσιαστ. =λαίμαργος, γαστρίμαργος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1604, Θεσμ. 816· συγκρ. γαστρίστερος =λαιμαργότερος, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 11. ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος, Ἀθήν. 647F.
Greek Monolingual
γάστρις (-ιδος και -εως), ο, η (Α) γαστήρ
1. ο γαστρίμαργος.
2. πιθάρι εξογκωμένο στη μέση
3. είδος γλυκίσματος
4. το σκουλήκι έλμινς.
Greek Monotonic
γάστρις: -ιδος, ὁ, κοιλιόδουλος, αχόρταγος, γαστρίμαργος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
γάστρις: ιδος ὁ лакомка, обжора, чревоугодник Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γάστρις -ιδος en -εως, ὁ γαστήρ gulzigaard, veelvraat.
Middle Liddell
a glutton, Ar.