ἀποκυέω
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
bear young, bring forth, c. acc., Arist. Fr.76, interpol. in D.H. 1.70, Plu. Sull.37: abs., Luc. DMar.10.1: metaph., ἡ ἁμαρτία ἀ. θάνατον Ep.Jac.1.15, cf. Ph.1.214:—Pass., of the child, Plu. Lyc.3. Hdn.1.5.5 (Pass. part. ἀποκυόμενα Ph.2.202,397).
Spanish (DGE)
1 dar a luz, parir c. ac. τὸν Ὅμηρον Arist.Er.76, θυγάτριον Plu.Sull.37, en v. pas. ἀποκυηθὲν ἄρρεν Plu.Lyc.3, cf. Hdn.1.5.5
•abs., Plu.2.242c, Luc.DMar.9.1, Ael.VH 5.4, Aesop.251.1
•fig. ὦ ... γύναι τὴν εὐσέβειαν ὁλόκληρον ἀποκυήσασα LXX 4Ma.15.17, ἡ δὲ ἁμαρτία ... θάνατον Ep.Iac.1.15, de Dios ἀπεκύησεν ἡμᾶς λόγῳ ἀληθείας Ep.Iac.1.18, ἡ ἐπιστήμη ... τόνδε τὸν κόσμον Ph.1.362, del primer monasterio o casa madre μοναστήρια Pall.H.Laus.32.8, cf. Iren.Lugd.Fr.1.1.1, 14.1.
2 concebir (ἡ βοῦς) ἀπεκύησε καὶ ἐγέννησε τέκνον Origenes M.17.77C.
German (Pape)
[Seite 309] gebären, Dion. Hal. 1, 70 Luc. Plut., auch von Thieren; übh. hervorbringen, N. T.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mettre au monde, enfanter.
Étymologie: ἀπό, κυέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκυέω: φέρω, τίκτω, γεννῶ, μετ’ αἰτ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 66, Διον. Ἁλ. 1. 70, Πλουτ. Σύλλ. 37· ἀπολ., Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 10. 1: - μεταφ., ἡ ἁμαρτία ἀπ. θάνατον Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 15, πρβλ. Φίλωνα 1. 214: - Παθ., ἐπὶ τοῦ γεννωμένου βρέφους, Πλουτ. Λυκοῦργ. 3, Ἡρωδιαν. 1. 5.
English (Strong)
from ἀπό and the base of κῦμα; to breed forth, i.e. (by transference) to generate (figuratively): beget, produce.
English (Thayer)
ἀποκύω, or ἀποκύω (hence, 3rd person singular present either ἀποκύει (so WH) or ἀποκύει, Winer's Grammar, 88 (84); Buttmann, 62 (54)); 1st aorist ἀπεκύησα; (κύω, or κυέῶ, to be pregnant; cf. ἔγκυος); to bring forth from the womb, give birth to: τινα, to produce, Dionysius Halicarnassus 1,70; Plutarch, Lucian, Aelian, v. h. 5,4; Herodian, 1,5, 13 (5, Bekker edition); 1,4, 2 (1, Bekker edition).)
Greek Monotonic
ἀποκυέω: μέλ. -ήσω, τίκτω, γεννώ, με αιτ., σε Πλούτ., Λουκ.· μεταφ., ἡ ἁμαρτία ἀποκυεῖ θάνατον, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀποκυέω: рож(д)ать Arst., Plut., Luc.
Middle Liddell
to bear young, bring forth, c. acc., Plut., Luc.:—metaph., ἡ ἁμαρτία ἀπ. θάνατον NTest.
Chinese
原文音譯:¢pokušw 阿坡-去誒哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:從-繁多
字義溯源:生出,出生,生;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(κῦμα)=巨浪)組成;而 (κῦμα)出自(κυρόω)X*=彎,有孕)。這字在雅各書用了兩次,都是隱喻的說法。
同義字:1) (ἀποκυέω)生出 2) (γεννάω)生育 3) (τίκτω)生產
出現次數:總共(2);雅(2)
譯字彙編:
1) 他⋯生了(1) 雅1:18;
2) 就生出(1) 雅1:15