ἀποσκορακίζω

From LSJ
Revision as of 13:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκορᾰκίζω Medium diacritics: ἀποσκορακίζω Low diacritics: αποσκορακίζω Capitals: ΑΠΟΣΚΟΡΑΚΙΖΩ
Transliteration A: aposkorakízō Transliteration B: aposkorakizō Transliteration C: aposkorakizo Beta Code: a)poskoraki/zw

English (LSJ)

(ἐς κόρακας) wish one far enough, curse, damn, LXX Is.17.13, Plu.2.740a, Alciphr.1.38, Iamb.VP25.112.

Spanish (DGE)

1 enviar a los cuervos, rechazar, mandar a paseo αὐτόν LXX Is.17.13, με LXX Ps.26.9, cf. Ach.Tat.8.17.7, Plu.2.740a, Them.Or.26.329c, τὸ πλῆθος Procl.in Alc.256.1, ἀργύριον Alciphr.4.11.5, τὰ μαθήματα Alex.Aphr.in Metaph.739.21, τὴν τοῦ Πυθαγόρου συντυχίαν Iambl.VP 112, cf. Hsch.
2 de tropas licenciar LXX 1Ma.11.55.

German (Pape)

[Seite 325] (ἐς κόρακας ἀποπέμπειν), Einen zum Henker, an den Galgen schicken, Plut. Symp. 9, 5, 1; Alciphr. 1, 38 u. Sp., wie Liban. progymn. myth. 1.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποσκορακιῶ;
envoyer aux corbeaux (cf. fr. « au diable »), chasser avec colère ou mépris.
Étymologie: ἀπό, locut. ἐς κόρακας, suff. -ίζω ; cf. σκορακίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκορᾰκίζω: μέλλ. -ίσω, (ἐς κόρακας), πέμπω εἰς τοὺς κόρακας, «στέλνω ᾽ς τὸν διάβολον», ἀποδιώκω ὥστε νὰ μὴ φανῇ πλέον, Ἑβδ. (Ἡσ. ιζ΄, 13), Πλούτ. 2. 740Α, Ἀκλίφρ. 1. 38: - Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. -κιστέον, πρέπει τις ν’ ἀποσκορακίσῃ, νὰ ἀποπέμψη, νὰ ἀπορρίψῃ ν’ ἀποβάλῃ, Κλήμ. Ἀλ. 243.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀποσκορακίζω) σκορακίζω
νεοελλ.
1. διώχνω, πετώ μακριά, στέλνω κατά διαβόλου
2. (για αρχαία κείμενα) αποβάλλω, απορρίπτω όσα δεν θεωρώ γνήσια χωρία, εξοβελίζω
αρχ.-μσν.
στέλνω κάποιον στον διάβολο, αναθεματίζω, καταριέμαι, βλαστημώ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκορᾰκίζω: отвергать с гневом Plut.