ἐνδαίω

From LSJ
Revision as of 14:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδαίω Medium diacritics: ἐνδαίω Low diacritics: ενδαίω Capitals: ΕΝΔΑΙΩ
Transliteration A: endaíō Transliteration B: endaiō Transliteration C: endaio Beta Code: e)ndai/w

English (LSJ)

(A), A light or kindle in: metaph., ἐ. πόθον τινί Pi.P.4.184:— Med., burn or glow in, ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται Od.6.131; βέλος δ' ἐνεδαίετο κούρῃ A.R.3.286.
ἐνδαίω (B), A distribute, in Pass., ἐνδεδασμέναι ἡλικίαι Pyth. ap. Iamb. VP31.201; cf. ἔνδασαι· μέρισον, Hsch.

Spanish (DGE)

1 encender, prender fig. ἡμιθέοισιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα Pi.P.4.184.
2 intr. en v. med. encenderse, prender fig., ref. al amor βέλος δ' ἐνεδαίετο κούρῃ A.R.3.286.

German (Pape)

[Seite 831] (s. δαίω), darin entzünden; übertr., πόθον τινί, in Einem Sehnsucht entzünden, Pind. P. 4, 183. – Pass., bei Hom. in tmesi, ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται Od. 6, 132; Ap. Rh. 3, 286 βέλος δ' ἐνεδαίετο κούρῃ νέρθεν ὑπὸ κραδίῃ φλογὶ εἴκελον, brannte sich ein. – S. ἐνδατέομαι.

French (Bailly abrégé)

1distribuer.
Étymologie: ἐν, δαίω¹.
2allumer dans.
Étymologie: ἐν, δαίω².

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδαίω: ἀνάπτω ἐντός, μεταφ., ἐνδ. πόθον τινὶ Πινδ. Π. 4, 328: μέσ., καίομαι, φλέγομαι, ἢ λάμπω ἐντός, ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται, «τουτέστι: πυρόεν βλέπει» (Εὐστ.), Ὀδ. Ζ. 132· βέλος δ’ ἐνεδαίετο κούρῃ... φλογὶ εἴκελον Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 286.

English (Slater)

ἐνδαίω met., kindle (in someone) τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθο̄ν ἔνδαιεν Ἥρα ναὸς Ἀργοῦς (ἐνέδαιεν Turyn: ἔδαιεν v.l.) (P. 4.184)

Greek Monolingual

(I)
ἐνδαίω (Α)
1. ανάβω μέσα σε κάποιον («γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα» — η Ήρα άναβε γλυκό πόθο μέσα στην ψυχή τών ημιθέων)
2. φρ. α) «ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται» — τα μάτια του έκαιγαν, έβγαζαν σπίθες
β) «βέλος δ' ἐνεδαίετο κούρῃ φλογὶ εἴκελον» — το βέλος του έρωτα καιγόταν μέσα στην καρδιά της κόρης όμοιο με φλόγα.
(II)
ἐνδαίω (Α)
διανέμω, διαμοιράζω.

Greek Monotonic

ἐνδαίω: ανάβω μέσα — Μέσ., καίγομαι ή λάμπω από μέσα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδαίω: досл. зажигать, воспламенять, перен. возбуждать (πόθον τινί Pind.).

Middle Liddell

1
to kindle in: Mid. to burn or glow in, Od.
2
to distribute.