Φοινικικός

From LSJ
Revision as of 12:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Φοινικικός Medium diacritics: Φοινικικός Low diacritics: Φοινικικός Capitals: ΦΟΙΝΙΚΙΚΟΣ
Transliteration A: Phoinikikós Transliteration B: Phoinikikos Transliteration C: Foinikikos Beta Code: *foinikiko/s

English (LSJ)

ή, όν, Phoenician, Epich. 54, Hdt. 6.47, Th. 6.46; κέδρος Thphr. HP 9.2.3; γράμματα Chron.Lind. B. 15; σήματα Κάδμου Timo 61; Φ. τι a tale of Cadmus the Phoenician, Pl. R. 414c; later, also, Punic, to express craft and treachery, Φ. στρατήγημα Plb. 3.78.1; ψεῦδος Φ. Eust. 1757.59. Adv. Φοινικικῶς in Phoenician fashion, DL. 7.25. = φοινίκεος, red; metaph, κακὰ φ. 'of deep dye', Ar. Pax 303 (troch., sed leg. φοινικίδων). = φοινίκινος 1, φ. ἄρτοι date-bread, Ph.Mech. Bel. 86.27; καρποί BGU 603.10 (ii AD), etc.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Phénicie, phénicien.
Étymologie: Φοῖνιξ.

Russian (Dvoretsky)

Φοινῑκικός: финикийский (μέταλλα Her.; πόλεις Thuc.): μηδὲν καινὸν, ἀλλ᾽ Φοινικικόν τι погов. Plat. ничего нового, это старо как Финикия; Φοινικικὸν στρατήγημα Polyb. финикийская хитрость.

Greek (Liddell-Scott)

Φοινῑκικός: -ή, -όν, ὁ εἰς Φοίνικας ἀνήκων, ὁ ὑπὸ Φοινίκων ἀνευρεθείς, τὰ δὲ μέταλλα τὰ φοινικικὰ Ἡρόδ. 6. 47, Θουκ. 6. 46, κλπ.· ἐνίοτε ὡς τὸ Ὠγύγιος, εἰς δήλωσιν μεγάλης ἀρχαιότητος, Πλάτ. Πολ. 414C· ― βραδύτερον ὡσαύτως, Καρχηδονικός, ὡς ἐν τῷ fides Punica, εἰς δήλωσιν πανουργίας καὶ δόλου, Φ. στρατήγημα Πολύβ. 3. 78, 1· φ. τι ψεῦδος Εὐστ. 1757 ἐν τέλει. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ Φοινικικὸν τρόπον, Διογέν. Λαέρτ. 7. 25· ― (Φοινικός, ή, όν, εἶναι συχνὸν ἁμάρτημα τῶν ἀντιγραφέων, ἴδε Wimmer εἰς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 3, Διονύσ. Ἁλ. 1. 6 καὶ 8., 2. 66. κλπ. ΙΙ. = φοινίκεος, ἐρυθρός, μεταφορ., κακὰ φοιν., οἱονεὶ βαθέος χρώματος, μεγάλην κακίαν ἔχοντα Ἀριστοφ. Εἰρ. 303· ἴδε Br. καὶ Dind. αὐτόθι 1173.

Greek Monotonic

Φοινῑκικός: -ή, -όν,
I. Φοινικικός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· μερικές φορές για να δηλώσει αρχαιότητα, σε Πλάτ.· έπειτα, Καρχηδονιακός, λέγεται για να δηλώσει πανουργία, σε Πολύβ.
II. φοινικικός = φοινίκειος· μεταφ., κακὰ φοινικικά, «με βαθιά κακία», σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Φοινῑκικός, ή, όν
I. Phoenician, Hdt., etc.; sometimes to express great antiquity, Plat.:—later, Punic, to express treachery, Polyb.
II. φοινικικός, = φοινίκεος; metaph., κακὰ φοινικικά "of deep dye, " Ar. φοινῑκιοῦς, οῦσσα, οῦν, = φοινίκεος, Ar.