θρασυμέμνων
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (θρασύς, Skt. mánma, OIr. menma 'spirit', cf. Ἀγαμέμνων) brave-spirited, epithet of Heracles, Il. 5.639, Od.11.267; of Meleager, B.5.69.
German (Pape)
[Seite 1216] ον (μένος, μέμονα), kühn gesinnt, dreist, Herakles, Il. 5, 639 Od. 11, 267, VLL. θρασὺς κατὰ τὸ μένος.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
résolu, hardi, intrépide.
Étymologie: θρασύς, μέμνων.
Russian (Dvoretsky)
θρᾰσῠμέμνων: 2, gen. ονος смелый, отважный, неустрашимый (Ἡρακλῆς Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσυμέμνων: -ον, ὁ εὐτόλμως σταθερὸς (πρβλ. μέμνων), ἐπίθ. τοῦ Ἡρακλέους, Ἰλ. Ε. 639. Ὀδ. Λ. 267, Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
ονος: bravely steadfast (if from μίμνω), epithet of Heracles, Il. 5.639 and Od. 11.267.
Greek Monolingual
θρασυμέμνων, -ονος,ὁ (Α)
(ως επίθ. του Ηρακλέους και του Μελεάγρου) αυτός που έχει τολμηρό φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + μέμνων «σταθερός, αποφασιστικός»].