κατασκαφής

From LSJ
Revision as of 20:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκᾰφής Medium diacritics: κατασκαφής Low diacritics: κατασκαφής Capitals: ΚΑΤΑΣΚΑΦΗΣ
Transliteration A: kataskaphḗs Transliteration B: kataskaphēs Transliteration C: kataskafis Beta Code: kataskafh/s

English (LSJ)

ές, dug down, κατασκαφὴς οἴκησις the deep-dug dwelling, i. e. the grave.
τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς. Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own. (Sophocles, Antigone, 891)

German (Pape)

[Seite 1377] ές, eingegraben, οἴκησις, das Grab, Soph. Ant. 882.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
creusé dans la terre.
Étymologie: κατασκάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατασκαφής -ές [κατασκάπτω] onderaards:. οἴκησις κ. onderaardse woning Soph. Ant. 891.

Russian (Dvoretsky)

κατασκᾰφής: вырытый (в земле), подземный: κ. οἴκησις Soph. подземная обитель, т. е. могила.

Greek Monolingual

κατασκαφής, -ές (Α)
ο πολύ σκαμμένος («ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις ἀείφρουρος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σκαφής (< σκάφος «σκάψιμο»), πρβλ. βαθυσκαφής, νεοσκαφής].

Greek Monotonic

κατασκᾰφής: -ές, κατεσκαμμένος, βαθιά σκαμμένος, κ. οἴκησις, πολύ βαθιά σκαμμένο οίκημα, δηλ. ο τάφος, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκαφής: -ές, ὁ πολὺ σκαφείς, βαθέως ἐσκαμμένος, κ. οἴκησις, τὸ βαθέως ἐσκαμμένον οἴκημα, δηλ. ὁ τάφος, Σοφ. Ἀντ. 891.

Middle Liddell

κατασκᾰφής, ές [from κατασκάπτω
dug down, κ. οἴκησις the deep-dug dwelling, i. e. the grave, Soph.