καταρρέπω
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
English (LSJ)
A sink down or to one side, hang down, Hp.Art.43; opp. ἰσορροπέω, Plb.6.10.7: metaph., incline, fall back upon, ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον Epicur.Ep.2p.41U.; ἐπὶ τὴν αὐτὴν γνώμην OGI315.51 (Pessinus, ii B. C.). II trans., cause to incline, make to fall, τύχη γὰρ ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ' ἀεί S.Ant.1158.
French (Bailly abrégé)
1 intr. incliner d'un côté;
2 tr. faire pencher, faire chanceler.
Étymologie: κατά, ῥέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-ρρέπω neerwaarts buigen; overdr. ten val brengen:. τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα het lot brengt een gelukkig mens ten val Soph. Ant. 1158.
Russian (Dvoretsky)
καταρρέπω:
1) наклоняться, склоняться, опускаться, Polyb., Plut., Epicur. ap. Plut.;
2) бросать вниз, низвергать (τύχη ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τὸν δὲ δυστυχοῦντ᾽ ἀεί Soph.).
Greek Monolingual
καταρρέπω (Α)
1. κλίνω προς το ένα μέρος, γέρνω από τη μια μεριά («μηδαμοῦ νεύῃ μηδ' ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ' ἰσορροποῦν καὶ ζυγοστατούμενον διαμένῃ», Πολ.)
2. έχω μια ορισμένη κλίση, ψυχική διάθεση για κάτι («καταρρέπειν ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον», Επίκ.)
3. κάνω κάποιον ή κάτι να πέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥέπω «κλίνω προς μία κατεύθυνση»].
Greek Monotonic
καταρρέπω: μέλ. -ψω, κάνω κάτι να ρέπει προς τη μια μεριά, προς μια κατεύθυνση, κάνω να λυγίσει, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
καταρρέπω: μέλλ. -ψω, κλίνω πρὸς τὸ ἓν μέρος, κυρίως ἐπὶ τῆς ζυγαριᾶς, κλίνω πρὸς τὰ κάτω, τὰ ἀκρώμια τὰ καταρρέποντα Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· ἀντίθ. τῷ ἰσορροπέω καὶ ζυγοστατοῦμαι, ἵνα μὴ νεύῃ μηδὲ ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ’ ἰσορροποῦν καὶ ζυγοστατούμενον ἐπὶ πολὺ διαμένῃ Πολύδ. 6. 10, 7· ἐπί τι Ἐπίκ. π. Διογ. Λ. 10. 95. ΙΙ. μεταβ. κλίνω τινὰ πρὸς τὰ κάτω, τὸν κάμω νὰ πέσῃ, καταβάλλω, ἀντίθ. τῷ ὀρθῶ τινα· τύχη γὰρ ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ’ ἀεὶ Σοφ. Ἀντ. 1158· πρβλ. ἐπιρρέπω· Ζεὺς τὸ τάλαντον ἐπιρρέπει Θέογν. 157.