παραείρω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
= παραλύω, detach, π. φρένας unhinge the mind, Archil. 94, cf. Opp.H.4.19 (tm.):—Pass., hang on one side, παρηέρθη δὲ κάρη Il.16.341.
German (Pape)
[Seite 478] zsgz. παραίρω (s. ἀείρω), daneben oder dabei heben, φρένας, erheben oder verkebren, Archil. 63; vgl. Opp. Hal. 4, 19; – pass. daneben, an der Seite hangen, schweben, παρηέρθη δὲ κάρη, Il. 16, 341.
French (Bailly abrégé)
f. παραερῶ, ao. παρήειρα, ao. Pass. παρηέρθην;
lever ou suspendre à côté.
Étymologie: παρά, ἀείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-αείρω, θη- aor. παρηέρθην, meestal pass. opzij hangen:. παρηέρθη δὲ κάρη zijn hoofd hing schuin opzij Il. 16.341.
Russian (Dvoretsky)
παραείρω: приподнимать, pass. склоняться в сторону: παρηέρθη δὲ κάρη Hom. на бок повисла (отрубленная) голова (Ликона).
English (Autenrieth)
only aor. pass., παρηέρθη, hung down, Il. 16.341†.
Greek Monolingual
και παραίρω Α
1. (κυρίως μτφ. για τη σκέψη, τον νου) παρασηκώνω, φουσκώνω («τίς σὰς παρήειρεν φρένας;» — ποιος σάς φούσκωσε τα μυαλά, Αρχίλ.)
2. παθ. παραείρομαι
κρεμιέμαι από το ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ᾀείρω / αἴρω «σηκώνω»].
Greek Monotonic
παραείρω: συνηρ. -αίρω, υψώνω, σηκώνω — Παθ., αόρ. αʹ παρ-ηέρθην, κρέμομαι από το ένα μέρος, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
παραείρω: συνῃρ. παραίρω· αἴρω, ὑψώνω, παρασηκώνω, μεταφορ., «φουσκώνω», τίς σᾶς παρήειρεν φρένας; τίς διέστρεψε τὸν νοῦν σου; Ἀρχίλ. 88, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 19. - Παθ., κρέμαμαι πλαγίως, ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέρους, παρηέρθη δὲ κάρη, «παρεκρεμάσθη» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 341.
Middle Liddell
contr. -αίρω
to lift up beside:—Pass., aor1 παρ-ηέρθην, to hang on one side, Il.