σύμπτωσις

From LSJ
Revision as of 00:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπτωσις Medium diacritics: σύμπτωσις Low diacritics: σύμπτωσις Capitals: ΣΥΜΠΤΩΣΙΣ
Transliteration A: sýmptōsis Transliteration B: symptōsis Transliteration C: symptosis Beta Code: su/mptwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A falling together, collapsing, Hp. Aph.1.3, Epid.6.3.1; τῆς οἰκίας Str.14.5.4, cf. 5.3.7, S.E.M.5.91, CIG3293 (Smyrna). II falling together, meeting, (ποταμῶν) Plb. 3.49.6; ὀρῶν Id.2.14.8; point of meeting or intersection, Archim. Sph.Cyl.1.10, al., Str.2.1.10,37, Ptol.Geog.1.3.1, Dam.Pr.29. 2 in hostile sense, attack, onset, Plb.1.57.7, etc. 3 = συνέμπτωσις, Sch.Ar.Th.21, A.D.Adv.151.5, Synt.52.8 (v.l. συνέμ-). 4 σ. φωνηέντων collision of vowels, Phld.Rh.1.163S. III incident, accident, Arist.HA585b25; circumstance, Plb.3.49.5. IV a disease of the eye, prob. contraction of the pupil, Gal.14.777; also, contraction of the throat, Aret.CA1.4.

German (Pape)

[Seite 990] ἡ, das Zusammenfallen, -treffen; τῶν ποταμῶν πρὸς ἀλλήλους Pol. 3, 49, 6; ὀρῶν, 2, 14, 8, u. öfter; πετρῶν, Apolld., u. A.; auch Vereinigung, Verbindung, Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 affaissement, écroulement;
2 rencontre.
Étymologie: συμπίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμ-πτωσις -εως, ἡ ook ξύμπτωσις [συμ- πίπτω] (lichamelijke) instorting, het afvallen (gewicht). Hp. Aph. 1.3.

Russian (Dvoretsky)

σύμπτωσις: εως ἡ
1) встреча, слияние (σ. τῶν ποταμῶν πρὸς ἀλλήλους Polyb.);
2) соприкосновение, стык (τῶν Ἀπεννίνων ὀρῶν καὶ τῶν Ἀλπεινῶν Polyb.);
3) столкновение, стычка: αἱ συμπτώσεις ἄπαυστοι Polyb. беспрерывные стычки;
4) случайность, случай (διὰ σύμπτωσίν τινα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σύμπτωσις: ἡ, (συμπίπτω) τὸ πίπτειν ὁμοῦ, κατάπτωσις, καταβύθισις, Ἱππ. Ἀφ. 1243· τῆς οἰκίας Στράβ. 670, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3293. ΙΙ. συμβολή, συνάντησις, ποταμῶν Πολύβ. 3. 49, 6· ὀρῶν ὁ αὐτ. 2. 14, 8· τῶν εὐθειῶν Πτολ. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἐπίθεσις, Πολύβ. 1. 57, 7 κτλ. 3) = συνέμπτωσις, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 21, Α. Β. 561. ΙΙΙ. «σύμπτωσις», τυχαῖον συμβάν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 7. 6, 4.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. σύμπτωση.

Greek Monotonic

σύμπτωσις: ἡ (συμπίπτω),·
I. κατάπτωση, συντριβή, καταβύθιση, σε Στράβ.
II. συνάντηση, σε Πολύβ.· με αρνητική σημασία, επίθεση, στον ίδ.

Middle Liddell

σύμπτωσις, εως, συμπίπτω
I. a collapsing, Strab.
II. a meeting, Polyb.: in hostile sense, an attack, Polyb.