τειχήρης

From LSJ
Revision as of 16:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχήρης Medium diacritics: τειχήρης Low diacritics: τειχήρης Capitals: ΤΕΙΧΗΡΗΣ
Transliteration A: teichḗrēs Transliteration B: teichērēs Transliteration C: teichiris Beta Code: teixh/rhs

English (LSJ)

ες, A within walls, enclosed by walls: hence, 1 beleaguered, besieged, τειχήρεας ποιῆσαί τινας Hdt.1.162, cf. Th.2.101, 4.25; τ. γίγνεσθαι And.3.21; τ. εἶναι X.HG5.3.2, Plb.21.10.6, etc.; τ. μένοντες καθήμεθα D.H.6.50. 2 walled, fortified, LXX Nu.13.20 (19), De.9.1, al., Str.13.1.7; τ. τὴν φύσιν firm by nature, Philostr. Her.10.7. 3 τ. στέφανος, = corona vallaris, BCH28.425 (Argos, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1081] ες, in den Mauern eingesperrt, darin belagert, Her. 1, 162, γίγνεσθαι, Andoc. 3, 21; τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας ἐδῄου τὴν γῆν, Thuc. 2, 101, wie 4, 25; vgl. Xen. Hell. 5, 3, 2; τειχήρεις καταστήσαντες αὐτούς, Pol. 4, 55, 4; a. Sp.; – mit Mauern versehen, Philostr. imagg. 2, 17.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
enfermé dans des murs, assiégé.
Étymologie: τεῖχος, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

τειχήρης: запертый в стенах, окруженный осадными сооружениями, осажденный Xen., Polyb.: τειχήρεις ποιεῖν τινας Her., Thuc. осаждать кого-л. с помощью укреплений.

Greek (Liddell-Scott)

τειχήρης: -ες, ὁ περικεκλεισμένος ἐντὸς τειχῶν (πρβλ. πυργήρηςὅθεν, 1) ἐντὸς τῶν τειχῶν ἐγκεκλεισμένος, πολιορκούμενος, ὅκως τειχήρεας ποιήσειε,… χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα ἐπόρθεε Ἡρόδ. 1. 162· τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας Θουκ. 2. 101., 4. 25· τ. γίγνεσθαι Ἀνδοκ. 26. 9· τ. εἶναι Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 2, Πολύβ., κλπ.· τ. ἔνδον καθῆσθαι Διον. Ἁλ. 6. 50. 2) περιτετειχισμένος, ὠχυρωμένος, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΓ΄, 20, Δευτ. Θ΄, 1, κ. ἀλλ.)· ἡ πρώτη (νῆσος) τειχήρης τὴν φύσιν, ὀχυρὰ ἐκ φύσεως, Φιλόστρ. 835. (Περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε τριήρης).

Greek Monolingual

-ήρες Α
1. κλεισμένος μέσα στα τείχη, πολιορκημένος (α. «τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας ἐδήου τὴν γῆν», Θουκ.
β. «τειχήρης γάρ εἰμι καὶ πολιορκούμενος γράφω», Συνέσ.)
2. προστατευμένος με τείχη, τειχισμένος («τειχήρεις ὁρῶντες τοὺς Ἰλιέας», Στράβ.)
3. μτφ. οχυρόςνῆσος τειχήρης τὴν φύσιν», Φιλόστρ.)
4. φρ. «τειχήρης στέφανος» — ο τειχικός στέφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -ήρης (Ι) (πρβλ. ποδ-ήρης, φρεν-ήρης)].

Greek Monotonic

τειχήρης: -ες (ἀραρίσκω), περικυκλωμένος από τείχη, πολιορκούμενος, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

τειχ-ήρης, ες ἀραρίσκω
enclosed by walls, beleaguered, besieged, Hdt., Thuc., etc.

English (Woodhouse)

beleaguered, walled in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)