ἐφεψιάομαι
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
mock or scoff at, τεθνεῶτί γ' ἐφεψιόωνται ἅπαντες Od. 19.331, cf. 370.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
3ᵉ pl. épq. prés. ἐφεψιόωνται, impf. ἐφεψιόωντο;
se railler de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἑψιάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐφεψιάομαι: насмехаться, издеваться, глумиться (τινι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφεψῐάομαι: ἐμπαίζω, σκώπτω, χλευάζω, Λατ. elludere, τεθνηῶτί γ’ ἐφεψιόωνται ἅπαντες Ὀδ. Τ. 331, πρβλ. 370· ἴδε καθεψιάομαι.
English (Autenrieth)
mock, make sport of, τινί. (Od.)
Greek Monotonic
ἐφεψῐάομαι: αποθ., εμπαίζω, χλευάζω, σκώπτω, τινι, Λατ. elludere, Επικ. γʹ πληθ. ἐφεψιόωνται, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
Dep. to mock or scoff at, τινι, Lat. illudere, epic 3rd pl. ἐφεψιόωνται Od.