ἰσομοιρία
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, A equal share, κακοῖσιν ἐσθλοὺς ἰσομοιρίαν [ῑσ-] ἔχειν Sol. ap. Arist.Ath.12.3; τινος in a thing, Th.7.75. 2 = ἰσονομία, Nymphod.21, D.C.52.4. 3 equability, of climate, Hp.Aër.12; τῶν κράσεων Gal.1.534. 4 Astrol., equivalence of degree, Vett.Val.139.16.
German (Pape)
[Seite 1265] ἡ, gleicher Theil, gleiches Anrecht, Hippocr.; τῶν κακῶν Thuc. 7, 75; Sp., auch = ἰσονομία, D. C. 52, 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
part égale.
Étymologie: ἰσόμοιρος.
Russian (Dvoretsky)
ἰσομοιρία: ἡ
1) равное распределение (частей), равенство (τῶν στοιχείων Arst.; δημοκρατία παρέξουσα ἅπασιν ἰσομοιρίαν Plut.);
2) равная доля, одинаковое участие: ἡ ἰ. τῶν κακῶν Thuc. равное для всех, т. е. всеобщее несчастье.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσομοιρία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἴσον μερίδιον ἢ ἴση μετοχὴ εἴς τι πρᾶγμα, ἰσομοιρία τῶν κακῶν Θουκ. 7. 75· ἐπὶ κλιμάτων, εὐκρασία, Ἱππ. π. Ἀέρ. 288. 2) = ἰσονομία, Νυμφόδ. παρὰ τῷ Σχολ. Σοφ. ἐν Ο. Κ. 337, Δίων Κ. 52. 4.
Greek Monolingual
η (Α ἰσομοιρία, ιων. τ. ἰσομοιρίη) ισόμοιρος
ίσο μερίδιο, ίσα συμμετοχή σε κάτι («ἰσομοιρία τῶν κακῶν», Θουκ.)
αρχ.
1. ισονομία, ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων
2. (για κλίμα) ευκρασία
3. αστρολ. ίση επίδραση σε αντιστοιχία με άλλους.
Greek Monotonic
ἰσομοιρία: Ιων. -ίη, ἡ, ίσο μερίδιο σε κάτι, τινός, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἰσομοιρία, ἡ,
an equal share, partnership, τινός in a thing, Thuc. [from ἰσόμοιρος