ζωμίδιον
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
τό, Dim. of ζωμός, a little sauce, Ar.Nu.389.
German (Pape)
[Seite 1143] τό, dim. von ζωμός, Süppchen, Ar. Nubb. 388.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mauvais bouillon, petit potage.
Étymologie: ζωμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζωμίδιον -ου, τό, demin. van ζωμός, soepje, sausje.
Russian (Dvoretsky)
ζωμίδιον: τό [demin. к ζωμός похлебочка или дрянная похлебка Arph.
Greek Monolingual
ζωμίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του ζωμός) ζουμάκι.
Greek Monotonic
ζωμίδιον: τό, υποκορ. του ζωμός, λίγος ζωμός, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
ζωμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ζωμός, ὀλίγος ζωμός, Ἀριστοφ. Νεφ. 389.