παρακαταλείπω
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
leave with one, τινά τινι Th.6.7; leave as deputy, D.C.46.37.
German (Pape)
[Seite 481] (s. λείπω), dabei zurücklassen, τινί τινα, D. Cass. 46, 37 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
laisser qqn auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, καταλείπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-καταλείπω achterlaten bij.
Russian (Dvoretsky)
παρακαταλείπω: (при ком-л.) оставлять (τῆς στρατιᾶς ὀλίγους π. τινί Thuc.).
Greek Monolingual
Α
αφήνω σε κάποιον κάτι ή κάποιον («τῆς ἄλλης στρατιᾱς παρακαταλιπόντες αὐτοῖς ὀλίγους», Θουκ.).
Greek Monotonic
παρακαταλείπω: φεύγω μαζί με κάποιον, τινά τινι, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαταλείπω: καταλείπω παρά τινι, τινά τινι Θουκ. 6. 7, Δίων Κ. 46. 37.
Middle Liddell
to leave with one, τινά τινι Thuc.