τρίπολος
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
ον, thrice turned up, thrice ploughed, νειός Il.18.542, Od.5.127, Hes.Th.971; ἴκελον τὸ ξύμπαν τριπόλῳ νειῷ (τοιποδονίῳ codd.), of an elephant's skin, Aret. SD2.13.
German (Pape)
[Seite 1146] dreimal gewendet, gepflügt, dreimal zu pflügen, von sehr fruchtdarem Saatlande, das dreimal im Jahre trägt oder tragen kann; Il. 18, 542 Od. 5, 127; Hes. Th. 971.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
labouré ou qu’on peut labourer trois fois ; très fertile.
Étymologie: τρίς, πολέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίπολος -ον [τρι-, πολέω] drie keer omgeploegd.
Russian (Dvoretsky)
τρίπολος: (ῐ) трижды вспахиваемый, т. е. весьма плодородный (ἄρουρα Hom.).
English (Autenrieth)
(πολέω): thrice turned, i. e. thrice ploughed.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για χωράφι) αυτός που οργώθηκε τρεις φορές (α. «νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ», Θεόκρ.
β. πίειραν ἄρουραν, εὐρεῖαν, τρίπολον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πόλος (< πέλομαι)].
Greek Monotonic
τρίπολος: -ον (πολέω), τρεις φορές οργωμένος, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
τρίπολος: -ον, ἐπὶ ἀρούρας, ἡ τρὶς ἀροθεῖσα, πίειραν ἄρουραν, εὐρεῖαν τρίπολον Ἰλ. Σ. 542, Ὀδ. Ε. 127· νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ Ἡσ. Θεογον. 971.