εὐεπίτακτος
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ον, submissive, εἴς τι AP 11.73 (Nicarch.).
German (Pape)
[Seite 1065] dem man leicht befehlen kann, gehorsam, Nicarch. 4 (XI, 73).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui obéit sans peine, docile.
Étymologie: εὖ, ἐπιτάσσω.
Russian (Dvoretsky)
εὐεπίτακτος: послушный, податливый (sc. γυνή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐεπίτακτος: -ον, εὐχερῶς εἰς τάξιν τιθέμενος, εὐάγωγος, Ἀνθ. Π. 11. 73.
Greek Monolingual
εὐεπίτακτος, -ον (Α)
υπάκουος σε διαταγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-τακτος (< επι-τάσσω)].
Greek Monotonic
εὐεπίτακτος: -ον, αυτός που εύκολα τίθεται σε τάξη, ευπειθής, υπάκουος, σε Ανθ.