λιμνουργός

From LSJ
Revision as of 14:38, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνουργός Medium diacritics: λιμνουργός Low diacritics: λιμνουργός Capitals: ΛΙΜΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: limnourgós Transliteration B: limnourgos Transliteration C: limnourgos Beta Code: limnourgo/s

English (LSJ)

ὁ, one who works in lakes (λίμναι), fisherman, Plu.Mar.37.

German (Pape)

[Seite 48] in Seen, Sümpfen arbeitend, Fischer, Plut. Mar. 37.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille dans les étangs ou les lacs, pêcheur.
Étymologie: λίμνη, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

λιμνουργός: ὁ труженик озер, т. е. рыболов, рыбак Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνουργός: ὁ, ὁ ἐργαζόμενος ἐν λίμναις, ἁλιεύς, Πλουτ. Μάρ. 37.

Greek Monolingual

λιμνουργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται σε λίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημιουργός, ξυλουργός.

Greek Monotonic

λιμνουργός: ὁ (ἔργω), αυτός που εργάζεται στις λίμνες, ψαράς, σε Πλούτ.

Middle Liddell

λιμν-ουργός, οῦ, ὁ, [*ἔργω
one who works in λίμναι, a fisherman, Plut.