τριχωτός

From LSJ
Revision as of 16:47, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριχωτός Medium diacritics: τριχωτός Low diacritics: τριχωτός Capitals: ΤΡΙΧΩΤΟΣ
Transliteration A: trichōtós Transliteration B: trichōtos Transliteration C: trichotos Beta Code: trixwto/s

English (LSJ)

ή, όν, furnished with hair, hairy, Arist.HA 491a30, PA692b11, Thphr.Fr.172.2: τὰ τ. animals furnished with hair, Arist.PA665a6.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχωτός: покрытый волосами или шерстью, волосатый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τρίχας, τριχοφόρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 1, π. Ζ. Μορ. 4. 12. 30· τὰ τριχωτά, ζῷα ἔχοντα τρίχας, αὐτόθι 3. 3, 14.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τριχωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ τριχῶ
αυτός που έχει πολλές τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός
νεοελλ.
φρ. α) «τριχωτό δέρμα»
ανατ. το δέρμα που φέρει τρίχες
β) «τριχωτό της κεφαλής» — το επάνω μέρος του κρανίου που καλύπτεται από τα μαλλιά
γ) «τριχωτή γλώσσα»
ιατρ. υπερτροφία και υπερκεράτωση τών τριχοειδών θηλών της επιφάνειας της γλώσσας, σκοτεινού χρώματος, που δίνει την εντύπωση ότι η επιφάνειά της είναι τριχωτή
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τριχωτά
ζώα που το δέρμα τους καλύπτεται με τρίχες («ἐπιγλωττίδος, ἣν ἔχουσι τὰ τριχωτά», Αριστοτ.).

German (Pape)

behaart, haarig, Arist. part.anim. 3.3.