ἄνυσις

From LSJ
Revision as of 17:50, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνῠσις Medium diacritics: ἄνυσις Low diacritics: άνυσις Capitals: ΑΝΥΣΙΣ
Transliteration A: ánysis Transliteration B: anysis Transliteration C: anysis Beta Code: a)/nusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀνύω) accomplishment, ἄ. δ' οὐκ ἔσσεται αὐτῶν Il.2.347; οὐκ ἄνυσίν τινα δήομεν we find no end, accomplish nothing, Od.4.544; χρήμασιν ὧν ἄ. γίνεται οὐδεμία Thgn.462; οὐδ' ἄνυσις there is no respite, Theoc.25.93.—Poet. and late Prose, as Plu.2.77b.

Spanish (DGE)

(ἄνῠσις) -εως, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 éxito ἄ. δ' οὐκ ἔσσεται αὐτῶν el éxito jamás será de ellos, Il.2.347, οὐκ ἄνυσίν τινα δήομεν no hallaremos ningún éxito, Od.4.544, cf. Hsch.
2 provecho χρήμασιν, τῶν ἄ. γίνεται οὐδεμία Thgn.462, εἰ δέ τις ἄ. γείνοιτο παραμυθίας IAE 36.14, cf. SB 9949.3 (II/I a.C.).
3 fin, del paso de nubes, Theoc.25.93, ἄνυσίν τε κελεύθου al fin del camino o viaje A.R.2.310, ὁδοῖο A.R.1.413, τοῖο πλόου A.R.4.578, προθυμίᾳ τῆς ἀνύσεως por deseo de llegar Plu.2.77b.
4 gram. perfección ref. al valor aspectual del aor., A.D.Synt.273.20.

German (Pape)

[Seite 266] ἡ, Vollendung, Erfolg, ἄνυσις δ' οὐκ ἔσσεται αὐτῶν, sie werden nichts ausrichten, Il. 2, 347; οὐκ ἄνυσίντινα δήομεν, wir werden lein Ende finden, nichts ausrichten, Od. 4, 544; κελεύθου Ap. Rh. 2, 310; οὐδ' ἄν. Theocr. 25, 93; selten in Prosa, wie Plut. prof. virt. sent. p. 246.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 achèvement, fin;
2 fig. action de faire cesser, de remédier à, remède (à un malheur).
Étymologie: ἀνύω.

Russian (Dvoretsky)

ἄνῠσις: εως (ᾰ) ἡ
1 исполнение, завершение, тж. успех Plut.: ἄ. οὐκ ἔσσεται αὐτῶν Hom. они ничего не добьются;
2 средство, способ: οὐκ ἄνυσίν τινα δήομεν Hom. (так) мы делу не поможем;
3 остановка, конец (οὔτις ἀριθμὸς οὐδ᾽ ἄ. Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄνῠσις: -εως, ἡ, (ἀνύω) κατόρθωσις, τελείωσις, ἄνυσις δ’ οὐκ ἔσσεται αὐτῶν, «ἐντελὴς δὲ πρᾶξις οὐ γενήσεται αὐτῶν» (Σχόλ.), «τελείωσις δ’ οὐκ ἔσται τῆς βουλῆς αὐτῶν» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Β. 347· οὐκ ἄνυσίν τινα δήομεν, δὲν εὑρίσκομεν τέλος τι, οὐδὲν κατορθοῦμεν, Ὀδ. Δ. 544· χρήμασι, τῶν ἄνυσις γίνεται οὐδεμία Θέογν. 462· οὐδ’ ἄνυσις Θεόκρ. 25. 93.

English (Autenrieth)

(ἀνύω): accomplishment; ἄνυσις δ' οὐκ ἔσσεται αὐτῶν, ‘success’ shall not be theirs, Il. 2.347, Od. 4.544.

Greek Monolingual

ἄνυσις (-σεως), η (Α) ανύω
1. εκπλήρωση, επιτέλεση
2. τέλος.

Greek Monotonic

ἄνῠσις: -εως, ἡ (ἀνύω), τελείωση, τελεσφόρηση, ολοκλήρωση, περάτωση, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἀνύω
accomplishment, Hom.