ἐφετμή
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
ἡ, (ἐφίημι) poet. word, command, behest, Il.14.249; θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμή 21.299: freq. in plural, behests, especially of the gods or one's parents, 5.508, Pi.O.3.11, etc.; Θέτις δ' οὐ λήθετ' ἐφετμέων παιδὸς ἑοῦ Il.1.495, cf. Pi.P.2.21, A.Ch.300, E.IA634; demands, prayers, Pi.I. 6(5).18.
German (Pape)
[Seite 1116] ἡ (ἐφίημι), Auftrag, Befehl, Ermahnung, bes. von den Göttern u. Eltern, μητρός Il. 18, 216, ἐκραίαινεν ἐφετμὰς Φοίβου Απόλλωνος 5, 508; θεῶν Pind. P. 2, 21; Ἡρακλέος ἐφετμὰς κραίνω Ol. 3, 11, u. oft, immer im plur.; θεοῦ σώζων ἐφετμὰς Λοξίου χρηστηρίους Aesch. Ch. 298; Eum. 232 u. öfter; Eur. I. A. 634 u. sp. D., wie Coluth. 98; aber auch Θέτις δ' οὐ λήθετ' ἐφετμῶν παιδὸς ἑοῦ, Il. 1, 495, woran sich Pind. I. 5, 18 Μοίρας προσεννέπω ἕσπεσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς schließt, dem Flehen, Gebete des Freundes Folge geben.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
gén. pl. épq. ἐφετμέων;
ordre, prescription, recommandation.
Étymologie: ἐφίημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐφετμή: ἡ
1 предписание, (по)веление, указание (θεοῦ Hom., Pind., Aesch.; Ἀγαμέμνονος Eur.);
2 поручение, просьба (παιδὸς ἑοῦ Hom.; ἀνδρὸς φίλου Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφετμή: ἡ, (ἐφίημι) ποιητ. λ. ὡς τὸ ἐφημοσύνη, παραγγελία, ἐντολή, προσταγή, Ἰλ. Ξ. 249 (ἴδε πινύσσω)· θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμὴ Τ. 299· - συχνὸν ἐν τῷ πληθ., ἐντολαί, διατάγματα, παραγελίαι, ἰδίως ἐπὶ τῶν θεῶν ἢ τῶν γονέων, Ἰλ. Ε. 508, Σ. 216, Ὀδ. Γ. 11. κτλ.· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Α. 495, Θέτις δ’ οὐ λήθετ’ ἐφετμέων ἑοῦ· - ὡσαύτως ἐν Πινδ. Π. 3. 19, κτλ., Αἰσχύλ. Χο. 300. 685, Εὐμ. 241, Εὐρ. Ι. Α. 634· - ὡσαύτως, ἐπὶ αἰτήσεων, εὐχῶν ἢ παρακλήσεων, Πινδ. Ι. 6. (5) 26.
English (Autenrieth)
(ἐφίημι): command, behest, mostly in plural (Il. and Od. 4.353).
Greek Monolingual
ἐφετμή, ἡ (Α)
(ποιητ. λ.)
1. παραγγελία, εντολή, προσταγή («θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμή», Ομ. Ιλ.)
2. (συχνά στον πληθ.) αἱ ἐφετμαί
α) (κυρίως από θεούς ή γονείς) διατάγματα, παραγγελίες, εντολές
β) συνεκδ. παρακλήσεις («Θέτις δ' οὐ λήθετ' ἐφετμέων παιδὸς ἑοῦ», Ομ. Ιλ.
γ) απαιτήσεις, αιτήσεις, αξιώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφέτης «ηγεμόνας, άρχοντας» (< εφίεμαι), πρβλ. ερετμόν < ερέτης].
Greek Monotonic
ἐφετμή: ἡ (ἐφίημι), παραγγελία, εντολή, προσταγή, σε Όμηρ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἐφετμή, ἡ, ἐφίημι
a command, behest, Hom., etc.