κορυνηφόρος
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ον,
A club-bearing, νύμφαι Epic. in Arch.Pap.7.7: as substantive, κορυνηφόροι, οἱ, club-bearers, the body-guard of Peisistratos, Hdt.1.59, Plu.Sol.30, D.L.1.66.
II peasants at Sicyon, Poll.3.83.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
qui porte une massue ; οἱ κορυνηφόροι « les porte-massues », gardes du corps de Pisistrate.
Étymologie: κορύνη, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορυνηφόρος -ον [κορύνη, φέρω] subst.: οἱ κορυνηφόροι knotsdragers (lijfwacht van Pisistratus).
Russian (Dvoretsky)
κορῠνηφόρος: ὁ Her., Plut., Diog. L. = κορυνήτης.
Greek Monolingual
-ο (Α κορυνηφόρος και κορυνοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει κορύνη, ροπαλοφόρος
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κορυνηφόροι
α) οι ροπαλοφόροι σωματοφύλακες του Πεισιστράτου
β) χωρικοί ημιδουλοπάροικοι, προδωρικής καταγωγής, που υπηρετούσαν στη Σικυώνα υπό τις διαταγές Δωριέων ευγενών τών τριών φυλών και έφεραν για οπλισμό κορύνη
γ) αστυνομικό σώμα στην Αντιόχεια του Ορόντη
2. (το αρσ.) προσωνυμία του Πριάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Greek Monotonic
κορυνηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ρόπαλο· κορυνοφόροι, οἱ, ραβδούχοι, σωματοφύλακες του Πεισίστρατου, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠνηφόρος: -ον, ῥοπαλοφόρος, Νόνν. Εὐαγγλ. κ. Ἰω. 18, στ. 3· ἐπίθετ. τοῦ Πριάπου ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5960, πρβλ. Ὁράτ. 1 Serm. 8. 4. 2) κορυνηφόροι, οἱ, ἦσαν οἱ ῥοπαλοφόροι σωματοφύλακες τοῦ Πεισιστράτου ἀντὶ τῶν συνήθων δορυφόρων, Ἡρόδ. 1. 59, Διογ. Λ. 1. 66, Πλουτ. Σόλων 30. ΙΙ. οἱ χωρικοὶ τῆς Σικυῶνος, καλούμενοι καὶ κατωνακοφόροι, Πολυδ. Γ΄, 83, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. ἐν λέξ. Πενεστικόν, Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 1. 424.
Middle Liddell
κορυνη-φόρος, ον φέρω
club-bearing: κορυνοφόροι, οἱ, club-bearers, the body-guard of Peisistratus, Hdt.