λωβητήρ

From LSJ
Revision as of 18:10, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωβητήρ Medium diacritics: λωβητήρ Low diacritics: λωβητήρ Capitals: ΛΩΒΗΤΗΡ
Transliteration A: lōbētḗr Transliteration B: lōbētēr Transliteration C: lovitir Beta Code: lwbhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ and ἡ, A foul slanderer, Il.2.275, 11.385: generally, destroyer, of the Erinyes, S.Ant.1074; ἀοιδᾶν Tim.Pers.231. II worthless wretch, Il.24.239, A.R.3.372, Tryph.21.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
1 qui outrage, insulteur;
2 qui fait périr, qui ruine ou détruit;
3 être malfaisant, scélérat, misérable.
Étymologie: λωβάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

λωβητήρ: ῆρος, ὁ, ὑβριστής, τὸν λωβητῆρα ἐπεσβόλον (περὶ τοῦ Θερσίτου) Ἰλ. Β. 275., Λ. 385· καθόλου, ὀλέθριος, καταστροφεὺς, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ἀντ. 1074. II. ἄθλιος καὶ οὐτιδανὸς ἄνθρωπος, ὡς τὸ λυμεών, Ἰλ. Ω. 239, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 372.

English (Autenrieth)

ῆρος: one who outrages or insults, slanderer, scoundrel, Il. 2.275, Il. 11.385. (Il.)

Greek Monolingual

λωβητήρ, -ῆρος, ὁ, ἡ, θηλ. και λωβήτειρα (Α)
1. υβριστής
2. (για τις Ερινύες) ολέθριος, καταστροφέας («τούτων σε λωβητῆρες ὑστεροφθόροι», Σοφ.)
3. άθλιος, μηδαμινός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «προσβολή, κακομεταχείρηση» + επίθημα -τήρ (πρβλ. οδηγητήρ, πωλητήρ)].

Greek Monotonic

λωβητήρ: -ῆρος, ὁ,
I. κάποιος που συμπεριφέρεται κακοποιητικά, συκοφάντης, υβριστής, σε Ομήρ. Ιλ.· ολέθριος καταστροφέας, λέγεται για τις Ερινύες, σε Σοφ.
II. Παθ., άθλιος και ουτιδανός άνθρωπος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

λωβητήρ, ῆρος,
I. one who treats despitefully, a foul slanderer, Il.; a destroyer, of the Furies, Soph.
II. pass. a worthless wretch, Il.

English (Woodhouse)

one who ruins

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

ῆρος, ὁ, der Beschimpfende, Mißhandelnde, Il. 2.275, 11.385; der Verderber, der Schaden verursacht, Soph. Ant. 1061; überhaupt ein nichtswürdiger, schändlicher Mensch, Il. 24.239; Ap.Rh. 3.372.