θρύψις

From LSJ
Revision as of 10:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρύψις Medium diacritics: θρύψις Low diacritics: θρύψις Capitals: ΘΡΥΨΙΣ
Transliteration A: thrýpsis Transliteration B: thrypsis Transliteration C: thrypsis Beta Code: qru/yis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A breaking in small pieces, οὔτε… εἴη ἂν ἄπειρος ἡ θ. Arist.GC316b30; dispersion, ἡ θ. τοῦ ἀέρος Id.de An.419b23; coupled with διάλυσις, Chrysipp.Stoic.2.173.
II softness, weakness, σώματος Plu.Dem.4: esp. metaph., debauchery, X.Cyr.8.8.16, Plu.Lyc. 14: pl., Id.2.732e.
2 daintiness, κόμης ib.693b; θ. (cj. for τρίψις) ἐπικρατίδων Hp.Praec.10.

German (Pape)

[Seite 1221] ἡ, das Zerreiben, Zermalmen, Aufreiben, ἀέρος Arist. de anim. 2, 8, Sp.; – Weichlichkeit, schwelgerische Lebensart, Luxus, Xen. Cyr. 8, 8, 16 u. öfter bei Sp., wie Plut. Dem. 4 Lycurg. 14 Ael. H. A. 5, 11. 6, 19.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'énerver ; mollesse, vie molle et efféminée.
Étymologie: θρύπτω.

Russian (Dvoretsky)

θρύψις: εως ἡ
1 дробление, деление (κατὰ μέρος Arst.);
2 расчесывание, причесывание (τῆς κόμης Plut.);
3 рассеяние, разрежение (τοῦ ἀέρος Arst.);
4 расслабленность, вялость (τοῦ σώματος ἀσθένεια καὶ θ. Plut.);
5 изнеженность, любовь к роскоши (τῶν Περσῶν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

θρύψις: -εως, ἡ, θραῦσις εἰς μικρὰ τεμάχια, σύντριψις, οὔτε... εἴη ἂν ἄπειρος ἡ θρ. Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 2, 20, πρβλ. τὸ π. Ψυχ. 2. 8, 5. ΙΙ. μεταφ., μαλακότης, ἀδυναμία, ἀκολασία, ἀσέλγεια, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 16, Πλούτ. ἐν Λυκούργ. 14, Ἀνθ. Π. 8. 166, κτλ.

Greek Monotonic

θρύψις: -εως, ἡ, θραύση, σπάσιμο σε πολλά μικρά κομμάτια· μεταφ., μαλθακότητα, αδυναμία, διαφθορά, ακολασία, σε Ξεν., Πλάτ., κ.λπ.

Middle Liddell

θρύψις, εως
a breaking in small pieces:—metaph. softness, weakness, debauchery, Xen., Plut., etc.