ἐξορθιάζω
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
A lift up the voice, cry aloud, A.Ch.271. II intr., stand erect, Plu.2.371f.
German (Pape)
[Seite 887] gerade aufrichten, ἄγαλμα ἐξορθιάζον τῷ αἰδοίῳ Plut. Is. et Os. 51, mit aufgerichtetem Gliede. – Bei Aesch. Ch. 269 = mit lauter Stimme ausrufen, verkünden.
French (Bailly abrégé)
1 élever la voix, prononcer en s'écriant, acc.;
2 intr. se dresser, se raidir.
Étymologie: ἐξ, ὀρθιάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξορθιάζω:
1 возвышать голос, восклицать, громогласно возвещать Aesch.;
2 выпрямлять(ся) (τινί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορθιάζω: βοῶ μεγαλοφώνως, κἀξορθιάζων, «ἀνατεταμένα βοῶ» (Σχόλ.), Αἰσχ. Χο. 271. ΙΙ. μεταφ., ἔχω τι ὄρθιον, ἐξορθιάζων τῷ αἰδοίῳ, μὲ ὄρθιον αἰδοῖον, περὶ τοῦ ἀγάλματος τοῦ Ὀσίριδος, Πλουτ. 2. 371F.
Greek Monolingual
ἐξορθιάζω (Α)
1. φωνάζω δυνατά, διακηρύσσω
2. φρ. «ἐξορθιάζων τῷ αἰδοίῳ» — με σηκωμένο το πέος (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορθιάζω «φωνάζω με οξεία φωνή» (< όρθιος < ορθός)].
Greek Monotonic
ἐξορθιάζω: υψώνω τη φωνή, φωνάζω, κραυγάζω δυνατά, σε Αισχύλ.