ὀκέλλω

From LSJ
Revision as of 14:34, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκέλλω Medium diacritics: ὀκέλλω Low diacritics: οκέλλω Capitals: ΟΚΕΛΛΩ
Transliteration A: okéllō Transliteration B: okellō Transliteration C: okello Beta Code: o)ke/llw

English (LSJ)

= κέλλω, Ar.Ach.1159: impf. ὤκελλον.

German (Pape)

[Seite 315] = κέλλω, bes. τὰς ναῦς, Schiffe auf den Strand treiben, scheitern lassen, δεινὸς κλύδων ὤκειλε ναῦν πρὸς γῆν, Eur. I. T. 1379; Her. 8, 84; τὸν ἑαυτοῦ κυβερνήτην ἀναγκάσας ὀκεῖλαι τὴν ναῦν, Thuc. 4, 12; allgemeiner, Nic. Ther. 295, τὸν πλόον ὀκέλλει, treibt, nimmt den Lauf; – auch intr., τῶν νεῶν πολλαὶ ὀκέλλουσι καὶ ἐκπίπτουσι, Xen. An. 7, 5, 12, stranden; komisch Ar. Ach. 1123; – übertr., ὤκειλεν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾶς σωφροσύνης, er ging über, Ath. VI, 274 e; κακὸν ἐς ἀνήκεστον, Aret.

French (Bailly abrégé)

f. inus., ao. ὤκειλα, pf. inus.
1 tr. faire aborder;
2 intr. (s.e. ναῦν) aborder.
Étymologie: cf. κέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ὀκέλλω:
1 прибивать (к берегу), причаливать (ναῦν πρὸς γῆν Eur.);
2 прибиваться к берегу: ὀ. καὶ ἐκπίπτειν Xen. налететь на берег и потерпеть крушение.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκέλλω: ὡς τὸ κέλλω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1159, Ξεν.: παρατ. ὤκελλον Ἡρόδ.: ἀόρ. ὤκειλα· - ναυτικὴ λέξις ἐν χρήσει, Ι. μεταβ. ἐπὶ ναυτῶν, ῥίπτω τὸ πλοῖον εἰς τὴν ξηράν, τὰς νῆας Ἡρόδ. 8. 84, Θουκ. 4. 11· ἐπὶ κύματος, Εὐρ. Ι. Τ. 1379 2) πλόον ὀκέλλω, διευθύνω τὸν πλοῦν, Νικ. Θ. 295· ἔτι καὶ στίβον ὀκ. αὐτόθι 321. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ πλοίου, πίπτω εἰς τὴν ξηράν, «πέφτω ἔξω», Θουκ. 2. 91., Ξεν. Ἀν. 7. 5, 12· οὕτω μεταφ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1159, πρβλ. Ἀθήν. 274F· - Λέξις πεζογραφικὴ ἀπαντῶσα ἅπαξ παρ’ Εὐρ.· ὁ ἀρχαιότερος καὶ ποιητικὸς τύπος εἶναι κέλλω, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ὀκέλλω (Α)
1. (για ναύτη) ρίχνω το πλοίο στην ξηρά
2. (για πλοίο) πέφτω στην ξηρά, προσαράζω
3. μτφ. φτάνωἄλγημα... ἐς γλουτὸν ἢ ὀσφὺν ὀκέλλει», Αρετ.)
4. (με ηθ. σημ.) παραστρατώ («ὤκειλαν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾱς σωφροσύνης», Νικόλ. Δαμ.)
5. φρ. «ὀκέλλω πλοῦν» — διευθύνω το πλοίο ως πηδαλιούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέλλω.

Greek Monotonic

ὀκέλλω: = κέλλω· παρατ. ὤκελλον, αόρ. αʹ ὤκειλα· ναυτικός όρος, που χρησιμ.:
I. μτβ., για τους ναύτες, ρίχνω το πλοίο στην ξηρά ή στην ακτή, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. αμτβ., για το πλοίο, ρίχνομαι, πέφτω στην ξηρά, προσαράζω, σε Θουκ., Ξεν.· ομοίως, μεταφ., σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

See also: s. κέλλω.

Middle Liddell

= κέλλω
a nautical word, used,
I. trans. of the seamen, to run [a ship aground or on shore, Hdt., Thuc.
II. intr. of the ship, to run aground, Thuc., Xen.; so, metaph., Ar.

Frisk Etymology German

ὀκέλλω: {okéllō}
See also: s. κέλλω.
Page 2,373

Mantoulidis Etymological

(=ρίχνω τό πλοῖο στή στεριά). Ἀπό τό ο προθεματικό + κέλλω (=κατευθύνω τό πλοῖο στήν ἀκτή). Ἀπό τό κέλλω παράγεται τό κέλης.

Lexicon Thucydideum

applicare (navem), to beach (a ship), 2.91.4, [vulgo commonly ᾤκ]. 4.11.4, 4.12.1.