ἐπικύπτω
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
English (LSJ)
pf. (v.infr.):—bend oneself over, stoop over, bow down, Hp.Art.52, Ar.Th.239; ὀρθὸς ἕστηκεν, μικρὸν ἐπικύπτων Arist.HA 522b18; of the horn of the moon, Theophrastus Sign.27; ἐ. ἐπί τι stoop down to get something, X.Cyr.2.3.18; ἐ. ἐς βιβλίον pore over a book, Luc.Herm.2; lean upon, τινί Id.DMort.6.2; ἐ. τῷ συνεδρίῳ bend over towards it, Id.JTr.11: pf. part. ἐπικεκῡφώς habitually stooping, Anaxandr.37.
German (Pape)
[Seite 955] sich worauf bücken, Ar. Th. 239; τῶν ἐπικυπτόντων ἐπὶ βώλους Xen. Cyr. 2, 3, 18; οὐκ ἐπικεκυφὼς ὀρθός ἐστι Anaxandr. bei Ath. III, 106 a; ἐς βιβλίον ἐπικεκυφώς, auf das Buch gebückt, genau darauf hinsehend, Luc. Hermot. 2; οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφότα, auf vier Sklaven gestützt, D. Mort. 6, 2.
French (Bailly abrégé)
1 pencher la tête sur, se pencher sur;
2 s'appuyer sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, κύπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικύπτω:
1 наклоняться, нагибаться (μικρόν Arst.): ἐ. ἐπί τι Xen. нагибаться, чтобы поднять что-л.; ἐ. ἐς βιβλίον Luc. склониться над книгой, т. е. целиком уйти в чтение;
2 опираться (οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφώς Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικύπτω: μέλλ. -ψω: κύπτω ἐπί τινος, ὑπέρ τι, κύπτω πρὸς τὰ κάτω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819, Ἀριστοφ. Θεσμ. 239· ὀρθὸς ἔστηκε, μικρὸν ἐπικύπτων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 2· πρβλ. ἀποκύπτω, ὑποκύπτω· - ἐπικύπτω ἐπί τι, κύπτω νὰ λάβω τι, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 18· ἐπ. ἐς βιβλίον, ἐγκύπτω εἰς βιβλίον, Λουκ. Ἑρμότ. 2: - στηρίζομαι ἐπί τινος, ἀκκουμβῶ, τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 6. 2· ἀλλ’, ἐπικύπτω τῷ συνεδρίῳ, κύπτω πρὸ αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Διΐ Τραγ. 11: - μετοχ. πρκμ. ἐπικεκυφώς, ὁ κατὰ συνήθειαν κύπτων, κυφός, οὐκ ἐπικεκυφὼς ὀρθός, ὦ βέλτιστ’, ἔσει Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πινδάρῳ» 1.
Spanish
Greek Monolingual
(AM ἐπικύπτω) κύπτω
1. σκύβω προς τα κάτω, πάνω από κάτι («ὀρθὸς ἕστηκεν ἢ μικρὸν ἐπικύπτων», Αριστοτ.)
2. σκύβω για να κάνω κάτι
μσν.
υποκύπτω
αρχ.
1. στηρίζομαι, ακουμπώ κάπου («τὸν ὑπέργηρον... οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφότα», Λουκιαν.)
2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐπικεκυφώς
σκυφτός, καμπούρης.
Greek Monotonic
ἐπικύπτω: μέλ. -ψω, σκύβω ή σκύβω από πάνω, ἐπ. ἐπί τι, σκύβω προς τα κάτω για να πιάσω κάτι, σε Ξεν.· στηρίζομαι, ακουμπώ πάνω σε, τινί, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. ψω
to bend oneself or stoop over, ἐπ. ἐπί τι to stoop down to ge something, Xen.:— to lean upon, τινί Luc.
Léxico de magia
intr. inclinarse como gesto ritual καὶ σὺ αὐτὸς ἐπικύπτων ἐν τῷ σκεύει λέγε τὸν λόγον τὸν ὑποκείμενον y tú inclinándote sobre el recipiente recita la fórmula que sigue P IV 229 εἰς τὴν γῆν, ἐπικύπτων παραπτόμενος τῶν ἄκρων ποδῶν, λέγε hacia la tierra, inclinándote y tocando las puntas de los pies, di P XIII 830