ἀνιμάω

From LSJ
Revision as of 11:37, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῐμάω Medium diacritics: ἀνιμάω Low diacritics: ανιμάω Capitals: ΑΝΙΜΑΩ
Transliteration A: animáō Transliteration B: animaō Transliteration C: animao Beta Code: a)nima/w

English (LSJ)

used by early writers only in pres. and impf. (aor. ἀνίμησα Hierocl.p.63.19 A., Plu.Phoc.18), A draw up, raise water by means of leather straps (ἱμάντες), ἀπὸ τροχιλιᾶς Thphr.HP4.3.5, cf. Hierocl. l.c.; generally, draw out or up, ἀλλήλους δόρασι ἀνίμων X. An.4.2.8, cf. Eq.7.2; κάδον Sor.1.93:—Pass., aor. ἀνῑμήθην App. Mith.32, D.L.1.116, Antig.Mir.157: pf. ἀνίμημαι Luc.Pisc.50:— freq. used by later writers in Med., ἀνιμῶμαι Id.Alex.14; τῇ προβολῇ φόρτον, of an elephant, Aret.SD2.13; of the sun causing evaporation, Stoic.1.35, 2.197, Gp.1.13.1: fut. -ήσομαι Longus 1.12: aor. -ησάμην Plu.2.773d, Luc.VH2.42, etc. II seemingly intr. (sc. ἑαυτόν), get up, X.Eq.7.1.

Spanish (DGE)

(ἀνῐμάω) 1 elevar, subir, ἀλλήλους τοῖς δόρασι X.An.4.2.8, τὸ σῶμα X.Eq.7.2, agua ἀπὸ τροχηλιᾶς Thphr.HP 4.3.5, κάδον Sor.71.26
en v. pas. ἀνιμήθη διὰ καλῳδίων App.Mith.32, cf. Antig.Mir.157, D.L.1.116
fig. τὴν διάνοιαν Iambl.Protr.21 (p.105.)
en v. pas. de las almas ἵνα ... ἀνιμηθῶσιν ὑπὸ τοῦ λόγου Origenes Cels.6.44 (p.115.6)
tb. en v. med., de un elefante ἀνιμᾶται τῇ προβολῇ φόρτον μέγαν Aret.SD 2.13.6, de Dafnis ὁ μὲν δὴ τὸν ἀνιμησόμενον ... δακρύων ἀνέμενεν esperaba llorando ... que alguien viniera a sacarlo de allí (de un foso), Longus 1.12, κηπωροῦ κύων εἰς φρέαρ ἔπεσεν· ὁ δὲ ἀνιμήσασθαι αὐτὸν βουλόμενος ἐκεῖ κατέβη Aesop.122.1, cf. Plu.2.773d, Luc.Alex.14, VH 2.42, Pisc.50, Ach.Tat.Intr.Arat.4.
2 en v. med. producir evaporación el sol ἀνιμᾶσθαι γάρ φασιν οἱ φυσικοί τὸν ἥλιον τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ Chrysipp.Stoic.1.35, cf. 2.197, Gp.1.13.1, el aire τὰ γὰρ πνεύματα ... συστρεφόμενα ἐν τῇ θαλάσσῃ ἀνιμᾶται τὸ ὕδωρ Sch.Arat.785M.
3 ἀνιμᾶται· πιπίζει (quizá por πιπίσκει) Hsch.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἀνίμων, f. ἀνιμήσομαι, ao. ἀνίμησα, pf. inus.
Pass. seul. ao. ἀνιμήθην, pf. ἀνίμημαι;
tirer en haut.
Étymologie: ἀνά, ἱμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνῐμάω: (в aor. и pf. ῑ)
1 тж. med. тащить вверх, вытаскивать, извлекать (ἀλλήλους τοῖς δόρασι Xen.; ὅδωρ ἐκ τοῦ φρέατος Plut.; ἀνιμᾶται ὁ ἥλιος τὰς σήψεις Arst.);
2 (sc. ἑαυτόν) взбираться, подниматься Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῐμάω: ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἀρίστοις τῶν συγγραφ. μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἀνελκύω, ἀνασύρω, ἀντλῶ ὕδωρ διὰ δερματίνων ἱμάντων, ἐνιαχοῦ δὲ καὶ τὰ φρέατα εἶναι ἑκατὸν ὀργυιῶν, ὥστε ὑποζυγίοις ἀπὸ τροχηλιᾶς ἀνιμᾶν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 3, 5· ἐκ τούτου ἐν γένει, σύρω ἐπάνω, ἀνασύρω, ἀλλήλους δόρασιν ἀνίμων Ξεν. Ἀν. 4. 2, 8, πρβλ. Ἱππικ. 7. 2: ἀνασύρω, ἀνέλκω, ἰχθῦς Κύριλ.: ― Παθ., ἀόρ. ἀνῑμήθην Θεόπομπ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 116· πρκμ. ἀνίμημαι Λουκ. Ἁλ. 50: ― συχνάκις ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν. συγγραφ. κατὰ μέσ. τύπον ἀνιμῶμαι Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 9, Λουκ. Ἀλέξ. 14, Γεωπ.: μέλλ. -ήσομαι Λόγγος 1. 12: ἀόρ. -ησάμην, Πλούτ. 2. 773Ε, Λουκ. περὶ Ἀλ. Ἱστ. 2. 42, κτλ. II. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβάτως, ὡς μήτ’ ἂν ἀνιμῶν, ἐξυπακούεται ἑαυτόν, ἐγείρων ἑαυτὸν (ἐν τῷ ἱππεύειν) Ξεν. Ἱππικ. 7. 1: ἀόρ. ἀνίμησα Πλουτ. Φωκ. 18, Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491. 26.

Greek Monotonic

ἀνῐμάω: μέλ. -ήσω (ἀνά, ἱμάς), μόνο στον ενεστ. και παρατ. ·
I. αντλώ νερό μέσω δερματικών λωρίδων· γενικά, ανασύρω ή ανέλκω, σε Ξεν.· επίσης Μέσ., ἀνιμῶμαι, σε Λουκ. κ.λπ.
II. αμτβ. (ενν. ἑαυτόν), ανεβαίνω, σε Ξεν.

Middle Liddell

only in pres. and imperf.]
I. to draw up water, by means of leather straps: generally, to draw out or up, Xen.: also Mid. ἀνιμῶμαι, Luc., etc.
II. intr. (sub. ἑαυτόν), to mount up, Xen.

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=ἀνασύρω, ἀντλῶ νερό μέ δερμάτινα λουριά). Ἀπό τό ἀνά + ἱμάω (=ἀντλῶ νερό), πού παράγεται ἀπό τό ἱμάς (=λουρί). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνίμησις (=ἀνέλκυσις).

German (Pape)

(mit Riemen) hinauf, in die Höhe ziehen, Vetera Lexica ἀνέλκειν, bes. aus einem Brunnen; ἀνίμων ἀλλήλους τοῖς δόρασι Xen. An. 4.2.8. – Med., dasselbe, ἀνιμᾶται τὸ ὠόν Luc. Alex. 14; bes. fut. und aor.