ἀϊδρείη
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
Ep. and Ion. ἀϊδρηΐη [ῑη], ἡ, want of knowledge, ignorance, Od. 12.41, Hdt.6.69; also in plural, Od.10.231, 11.272.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ignorance.
Étymologie: ἄϊδρις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀϊδρείη -ης, ἡ, Lesb. ἀϊδρεΐα ἄϊδρις onwetendheid, onnozelheid.
German (Pape)
ion. ἀϊδρηΐη, ἡ, Unwissenheit, Hom. Od. 12.41 ὅς τις ἀϊδρείῃ πελάσῃ; ἀϊδρείῃσιν ἕποντο 10.231, 257, ἔρεξεν ἀϊδρείῃσι νόοιο 11.272; v.l. οὐδέ τ' ἀϊδρείῃ für οὐδέ τι ἰδρείῃ Il. 7.198; – ῥέζουσιν ἀϊδρείῃσι νόοιο Hes. O. 685; – Her. 6.69.
Russian (Dvoretsky)
ἀϊδρείη: ион. ἀϊδρηΐη или ἀϊδρίη ἡ тж. pl. незнание, неведение: ἀϊδρείῃ и ἀϊρείῃσιν Hom., ἀϊδρηΐῃ Her. по неведению; ἀϊδρείῃσι νόοιο Hom., Hes. по безрассудству.
Greek Monotonic
ἀϊδρείη: ή -ίη[ῑη], ἡ, έλλειψη γνώσης, άγνοια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀϊδρείη: ἢ -ίη, [ῑ], ἡ, ἔλλειψις γνώσεως, ἄγνοια, ἀμαθία, Ὀδ. Μ. 41· ὡσαύτως κατὰ πληθ. Ὀδ. Κ. 231., Λ. 272: - Ἐπ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 6. 69, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ἀϊδρηΐη, ἢ κάλλιον ἀϊδρίη.
English (Autenrieth)
ignorance; ἀιδρείῃσι νόοιο, i. e. ‘unwittingly,’ Od. 11.262.