πανημέριος

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνημέριος Medium diacritics: πανημέριος Low diacritics: πανημέριος Capitals: ΠΑΝΗΜΕΡΙΟΣ
Transliteration A: panēmérios Transliteration B: panēmerios Transliteration C: panimerios Beta Code: panhme/rios

English (LSJ)

Dor. πᾰνᾱμ-, α, ον, A all day long, agreeing with the subjects of Verbs, οἱ δὲ π. μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Il.1.472, cf. 2.385, Od.12.24, Hes.Sc. 396, Thgn.1336, Cratin.142; ὅσσον τε πανημερίη… νηῦς ἤνυσεν in a whole day's sail, Od.4.356, cf. 11.11; so σαίρω δάπεδον… παναμέριος E.Ion122 (lyr.): neut. πανημέριον as adverb, = πανῆμαρ, Il.11.279. 2 of the whole day, π. χρόνος the livelong day, E.Hipp.369 (lyr.). II Ζεὺς π., v. Πανάμαρος.

German (Pape)

[Seite 460] den ganzen Tag hindurch; οἱ δὲ πανημέριοι μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο, Il. 1, 472, öfter; πανημερίη ναῦς, Od. 4, 356, welches den ganzen Tag hindurch läuft; πανημέριός τε καὶ ἠῷος χέει αὐδήν, Hes. Sc. 396; τίς σε παναμέριος ὅδε χρόνος μένει, Eur. Hipp. 369; sp. D.; – πανημέριον, adverbial, den ganzen Tag über, ununterbrochen, Il. 11, 279; πανημερίως, Tzetz. zu Lyc. 818.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui agit pendant tout le jour, qui emploie toute la journée à qch : ναῦς πανημερίη OD vaisseau qui navigue tout le jour ; neutre adv. • πανημέριον IL pendant tout le jour;
2 de tous les jours, de chaque jour.
Étymologie: πᾶν, ἡμέρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανημέριος -α -ον, Dor. πανᾱμέριος [πᾶς, ἡμέρα] een hele dag durend:. ὅσσον τε πανημερίη... νηῦς ἤνυσεν de afstand die een schip gedurende een dag aflegt Od. 4.356; π. χρόνος de tijd van een hele dag Eur. Hipp. 369.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνημέριος:
1 продолжающийся или действующий в течение целого дня: πανημέριοι μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Hom. (ахейцы) весь день умилостивляли бога песнопением; ὅσσον πανημερίη νηῦς ἤνυσεν Hom. (расстояние), которое корабль пройдет за целый день;
2 предстоящий в оставшуюся часть дня: τίς σε π. ὅδε χρόνος μένει; Eur. что сулит тебе оставшийся день?;
3 ежедневный: σαίρω δάπεδον π. Eur. я ежедневно подметаю пол.

English (Autenrieth)

all day long, from morn till eve.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. παναμέριος, -ία -ον, Α
1. αυτός που διαρκεί ολόκληρη την ημέρα
2. αυτός που περνά όλη την ημέρα κάνοντας κάτι
3. αυτός που αποτελείται από ολόκληρη την ημέρα («τίς σε παναμέριος ὅδε χρόνος μένει», Ευρ.)
4. προσωνυμία του Διός
5. (το ουδ. ως επίρρ.) πανημέριον
κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἡμέριος (πρβλ. μεθ-ημέριος)].

Greek Monotonic

πᾰνημέριος: Δωρ. παν-ᾱμ, -α, -ον,
1. αυτός που αναφέρεται σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, πανημέριοι θεὸν ἱλάσκοντο, συνέχιζαν να καταπραΰνουν τον θεό καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅσσον τε πανημερίη νηῦς ἤνυσεν, τόσο πολύ όσο ταξιδεύει το πλοίο στη διάρκεια μιας μέρας, σε Ομήρ. Οδ.· ουδ. πανημέριον, ως επίρρ. πανῆμαρ, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αυτός που αποτελείται από ολόκληρη τη μέρα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνημέριος: Δωρ. παναμ-, α, ον, ὁ δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας, συμφωνεῖ δὲ πρὸς τὸ ὑποκείμ. τοῦ ῥήματος (πρβλ. παννύχιος), οἱ δὲ πανημέριοι μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Ἰλ. Α. 472, πρβλ. Β. 385, Ὀδ. Μ. 24, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 396, Θέογν. 1336· ὅσσον τε πανημερίη... νηῦς ἤνυσεν, ἐν διαστήματι μιᾶς ὅλης ἡμέρας, Ὀδ. Δ. 356, πρβλ. Λ. 11· οὕτω, σαίρω δάπεδον... πανημέριος Εὐρ. Ἴων 122· ― οὐδ. πανημέριον, ὡς ἐπίρρ. = πανῆμαρ, Ἰλ. Λ. 279· πρβλ. πανήμερος. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τῆς ὅλης ἡμέρας, π. χρόνος, ὁλόκληροςἡμέρα, Εὐρ. Ἱππ. 369. ΙΙ. Ζεὺς π., ἴδε πανήμερος Ι. 2.

Middle Liddell

πᾰν-ημέριος, δοριξ παν-ᾱμ-ος, η, ον
1. all day long, πανημέριοι θεὸν ἱλάσκοντο continued to appease the god all day long, Il.; ὅσσον τε πανημερίη νηῦς ἤνυσεν as much as a ship sails in a whole day, Od.:—neut. πανημέριον, as adv. = πανῆμαρ, Il.
2. of the whole day, Eur.