ἀνταγορεύω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A speak against, reply, ἀντᾱγόρευσεν Pi.P.4.156.
II gainsay, contradict, τοῖς ἄρχουσιν Ar.Ra.1072.
Spanish (DGE)
(ἀντᾰγορεύω) 1 responder, replicar ἀνταγόρευσε καὶ Πελίας Pi.P.4.156.
2 llevar la contraria, contradecir τοῖς ἄρχουσιν Ar.Ra.1072.
German (Pape)
[Seite 243] dagegen sprechen, antworten, Pind. P. 4, 156; widersprechen, Ar. Ran. 1070.
French (Bailly abrégé)
1 parler contre, contredire, τινι;
2 répondre.
Étymologie: ἀντί, ἀγορεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντᾰγορεύω: (Pind. ᾱγ)
1 говорить в ответ, отвечать Pind.;
2 противоречить, прекословить (τινί Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντᾰγορεύω: ἀγορεύω ἐναντίον τινός, ἀποκρίνομαι, ἀντᾰγόρευσεν Πινδ. Π. 4. 278. ΙΙ. ἀντιλέγω, ἀνταγορεύειν τοῖς ἄρχουσι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1072.
English (Slater)
ἀνταγορεύω reply ἀκᾷ δ' ἀντᾶγόρευσεν καὶ Πελίας (P. 4.156)
Greek Monolingual
(Α ἀνταγορεύω)
1. αγορεύω εναντίον κάποιου, αποκρίνομαι στην απολογία εναγόμενου
2. αντικρούω, αντιλέγω.
Greek Monotonic
ἀντᾰγορεύω: μέλ. -σω, μιλώ ενάντια σε, απαντώ, αποκρίνομαι, σε Πίνδ.· αντιπαρατίθεμαι, τινί, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
to speak against, reply, Pind.:— to gainsay, contradict, τινί Ar.