λοχαῖος

From LSJ
Revision as of 10:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχαῖος Medium diacritics: λοχαῖος Low diacritics: λοχαίος Capitals: ΛΟΧΑΙΟΣ
Transliteration A: lochaîos Transliteration B: lochaios Transliteration C: lochaios Beta Code: loxai=os

English (LSJ)

α, ον,
A = λόχιος, λοχαίας ἐξ ἕδρας prob.l.in E.Alc.846, cf. Artem.5.73 (as v.l. for [[λοχεῖος|λοχείους]] [[δίφρος|δίφρους]]]) ; λ. ἔρως clandestine love, AP15.9 (Cyrus).
II bearing down, like heavy ears of corn, λ. σῖτος Phot., cf. Hsch.; and so prob. in Thphr. CP 3.21.5, 23.5: hence metaph., richly-blooming, Arat.1057.

French (Bailly abrégé)

αία, αῖον;
I. propre aux accouchements;
II. qui se couche :
1 qui se cache comme en embuscade, clandestin, furtif;
2 ramassé (comme une troupe en embuscade), tassé, dru, serré, touffu.
Étymologie: λόχος.

German (Pape)

zum Gebären gehörig, δίφρος, Geburtsstuhl, Artemid. 5.74. – Von der Saat, schnell, üppig aufschießend, auch = viele dichte Blüten treibend, Theophr.; vgl. Arat. Dios. 325. Andere erkl. es von schweren Ähren, die sich legen, Phot. lex. – Ἔρως, die versteckte, heimliche Liebe, Cyr. ep. 2 (XV.9).

Russian (Dvoretsky)

λοχαῖος: скрытый, тайный (ἔρως Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λοχαῖος: -α, -ον, = λόχιος, Αρτεμίδ. 5. 73 (μετὰ διαφ. γραφῆς λοχεῖος), λ. ἔρως, κρύφιος λαθραῖος, Ἀνθ. Π. 15. 9. ΙΙ. κλίνων πρὸς τὰ κάτω, ὡς οἱ πλήρεις στάχυες σίτου, «κλινόμενος βαθὺς σῖτος» Ἡσύχ.· καὶ οὕτω. πιθ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 5, κτλ. - ἐντεῦθεν μεταφ., εὐανθής, εὐθαλής, Ἀράτου Διοσημ. 3. 5.

Greek Monolingual

λοχαῖος, -αία, -ον (Α)
1. κρυφός, μυστικός
2. (για τα μεστά στάχια του σίτου) αυτός που γέρνει προς τα κάτω
3. αυτός που έχει άφθονα άνθη, που θάλλει
4. φρ. «λοχαῖος ἔρως» — κρυφός έρωτας
5. (κατά τον Φώτ.) «λοχαῖος σῑτος ὁ βαθύς
ἢ ὁ δι' ἐπομβρίαν κεκλιμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «γέννημα, τόκος» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. ληθαίος, λυγαίος)].

Greek Monotonic

λοχαῖος: -α, -ον, = λόχιος, μυστικός, κρυφός, λαθραίος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λοχαῖος, η, ον = λόχιος,]
clandestine, Anth.