καταβλώσκω

From LSJ
Revision as of 17:45, 1 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβλώσκω Medium diacritics: καταβλώσκω Low diacritics: καταβλώσκω Capitals: ΚΑΤΑΒΛΩΣΚΩ
Transliteration A: katablṓskō Transliteration B: katablōskō Transliteration C: katavlosko Beta Code: katablw/skw

English (LSJ)

poet. for κατέρχομαι, go down or go through, ἄστυ καταβλώσκοντα = going through the city Od.16.466; πόληος νόσφι καταβλώσκοντας = coming down from the city A.R.1.322; of seamen, Lyc.1068 (in irreg. fut. καταβλώξω); of a stream, A.R.4.227.

German (Pape)

[Seite 1340] (s. βλώσκω), durch-, entlanggehen; ἄστυ καταβλώσκοντα Od. 16, 466; ποταμοῖο καταβλώσκοντε ῥεέθρῳ Ap. Rh. 4, 227. – Ein fut. καταβλώξουσι bildet Lycophr. 1068.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
traverser en courant, acc..
Étymologie: κατά, βλώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βλώσκω door... heen gaan, met acc.: ἄστυ κ. door de stad gaan Od. 16.466.

Russian (Dvoretsky)

καταβλώσκω: проходить (насквозь или вдоль) (ἄστυ Hom.).

Greek Monolingual

καταβλώσκω (Α)
1. κατέρχομαι, κατεβαίνω
2. (για ποτάμι) διέρχομαι, περνώ διά μέσου κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βλώσκω «έρχομαι»].

Greek Monotonic

καταβλώσκω: κατεβαίνω, κατέρχομαι μέσω οδού, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταβλώσκω: ποιητ. ἀντὶ κατέρχομαι, καταβαίνω, εἰς ἄστυ καταβλώσκοντα Ὀδ. Π. 466· πόληος νόσφι κταβλώσκοντας Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 322· ἐπὶ ναυτῶν, Λυκόφρ. 1068 (ἐν τῷ ἀνωμάλῳ μέλλ. -βλώξω)· ― ἐπὶ ποταμοῦ ἢ ῥύακος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 227.

Middle Liddell


to go down through a place, c. acc., Od.