δίωξις

From LSJ
Revision as of 10:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίωξις Medium diacritics: δίωξις Low diacritics: δίωξις Capitals: ΔΙΩΞΙΣ
Transliteration A: díōxis Transliteration B: diōxis Transliteration C: dioksis Beta Code: di/wcis

English (LSJ)

[ῐ], εως, ἡ, (διώκω)
A chase, pursuit, especially of soldiers or ships, Th.3.33, etc.; δ. ποιεῖσθαι Id.8.102.
2 pursuit of an object, τοῦ ὅλου Pl.Smp. 192e; opp. φυγή, Arist.EN1139a22, Epicur.Sent.25; δ. τῶν καλῶν Plu.2.550e.
II as law-term, prosecution, δίωξιν εἶναι κατὰ τῶν ἐλεγχθέντων IG12.10.10; δ. ποιεῖσθαι Antipho6.7, cf. D.45.50; δ. τῶν ἀδικούντων Plu.Per.10.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Grafía: graf. δίοχσ- IG 13.14.11 (V a.C.)
I 1persecuciónἈλκίδας ... δεδιὼς τὴν δίωξιν Th.3.33, δίωξιν ποιεῖσθαι Th.8.102, Aen.Tact.16.11, ἐν ταύτῃ τῇ διώξει ... ἀπέθανον πολλοί X.An.3.4.5, cf. Luc.VH 1.18, I.BI 1.367, δίωξιν ἐπέσχεν Paus.4.16.8, D.C.Epit.8.3.12, cf. Philostr.VA 2.15, Longus 1.26.1, Hld.4.21.3
fig. c. gen. de abstr. τοῦ ὄλου Pl.Smp.192e, τῶν καλῶν Plu.2.550e.
2 impulso, apetencia op. φυγή como tendencia del ser vivo, Arist.EN 1139a22, Epicur.Sent.[5] 25, D.S.3.51.4, τῷ δὲ ψυχὴν ἔχοντι ἡ ἔφεσις τὴν δίωξιν ἐργάζεται Plot.6.7.26
c. gen. obj. δ. τινός γε ἄλλου Diog.Oen.70.1.13.
II jur. acusación, denuncia δίοχσιν δ' ɛ̄ναι κατὰ τōν ἐλεγχθέντον IG l.c., δίωξιν δ' ɛ̄ναι τῷ βολομένῳ IEryth.2A.5 (V a.C.), τὴν δίωξιν ... ποιεῖσθαι Antipho 6.7, cf. Aeschin.1.154, ὑπὲρ ὧν ἂν ἡ δ. ᾖ D.45.50, δ. τῶν ἀδικούντων Plu.Per.10.

German (Pape)

[Seite 649] ἡ, das Verfolgen, Nachsetzen; Thuc. 3, 97; δίωξιν ποιεῖσθαι 8, 102; dah. – a) das Trachten wonach, neben ἐπιθυμία, Plat. Conv. 192 e; Gegensatz φυγή Arist. eth. 6, 2; Plut. öfter. – b) das Anklagen; Dem. 47, 70; sowohl τῶν ἀδικούντων, der Uebelthäter, Plut. Pericl. 10, als τῆς κλοπῆς, des Diebstahls, ibd. 31.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
poursuite.
Étymologie: διώκω.

Russian (Dvoretsky)

δίωξις: εως ἡ
1 преследование, погоня (δίωξιν ποιεῖσθαι Thuc.; δ. Ἓκτορος Arst.): πεμφθέντες ἐπὶ τὴν δίωξιν Plut. посланные в погоню;
2 тяготение, влечение, стремление (ἐπιθυμία καὶ δ. τινος Plat.; ἐν ὀρέξει δ. καὶ φυγή Arst.; τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν Plut.);
3 судебное преследование, обвинение (τῶν ἀδικούντων и τῆς κλοπῆς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δίωξις: -εως, ἡ, (διώκω) κυνήγιον, καταδίωξις, ἐπὶ προσώπων, ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν ἢ νεῶν, Θουκ. 3. 33, κτλ.· δ. ποιεῖσθαι αὐτόθι 8. 102. 2) ἐπιδίωξις ἀντικειμένου ἢ σκοποῦ τινος, συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ ἐπιθυμία, Πλάτ. Συμπ. 192Ε· ἀντίθ. φυγή, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 2, 2· δ. τῶν καλῶν Πλούτ. 2. 550Ε. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, καταδίωξις, καταγγελία, δ. ποιεῖσθαι Ἀντιφῶν 142. 8, Δημ. 1116 ἐν τέλ.· δ. τῶν ἀδικούντων Πλούτ. Περικλ. 10.

Greek Monotonic

δίωξις: -εως, ἡ (διώκω),·
I. 1. κυνήγι, καταδίωξη, λέγεται για πρόσωπα, σε Θουκ.
2. επιδίωξη ενός σκοπού, σε Πλάτ.
II. ως δικανικός όρος, κατηγορία, καταγγελία, σε Δημ. κ.λπ.

Middle Liddell

δίωξις, εως n διώκω
I. chase, pursuit, of persons, Thuc.
2. pursuit of an object, Plat.
II. as law-term, prosecution, Dem., etc.

English (Woodhouse)

pursuit, legal prosecution

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)