βαθύκρημνος

From LSJ
Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθῠκρημνος Medium diacritics: βαθύκρημνος Low diacritics: βαθύκρημνος Capitals: ΒΑΘΥΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: bathýkrēmnos Transliteration B: bathykrēmnos Transliteration C: vathykrimnos Beta Code: baqu/krhmnos

English (LSJ)

βαθύκρημνον, with high cliffs, ἅλς Pi.I.4(3).56; β.ἀκταί deep and rugged banks, Id.N.9.40; Συήνη D.P.244, cf. 618.

Spanish (DGE)

(βᾰθύκρημνος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [gen. -οιο D.P.244]
de profundos acantilados o despeñaderos βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ... θέναρ Pi.I.3(4).74, ἀκταὶ Ἑλώρου Pi.N.9.40, νῆσοι D.P.618, Κάσιος D.P.880, Ταῦρος D.P.849, Συήνη D.P.244
fig. de la herejía πλάνη Amph.Seleuc.203.

German (Pape)

[Seite 424] tief abschüssig. ἀκταί Pind. N. 9, 40; νῆσος Dion. Per. 618; ἅλς, mit steilen Uferabhängen, Pind. I. 3, 74.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux roches escarpées.
Étymologie: βαθύς, κρημνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθύκρημνος -ον βαθύς, κρημνός met diepe oevers of kusten.

Russian (Dvoretsky)

βαθύκρημνος:
1 утесистый, обрывистый (ἀκταί Pind.);
2 с крутыми берегами (ἅλς Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ἅλς Πίνδ. Ι. 4. 96· β. ἀκταί, ὑψηλαὶ καὶ ἀπόκρημνοι, ὁ αὐτ. Ν. 9. 95.

English (Slater)

βᾰθύκρημνος, -ον
1 with high precipices βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου (N. 9.40) γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ (Heyne: -κρήμνου codd.) (I. 4.56)

Greek Monolingual

βαθύκρημνος, -ον (AM)
με ψηλούς βράχους, απόκρημνος.

Greek Monotonic

βᾰθύκρημνος: -ον, αυτός που έχει ψηλούς και απότομους γκρεμούς· ἅλς, σε Πίνδ.· βαθύκρημνοι ἀκταί, υψηλές και απόκρημνες ακτές, στον ίδ.

Middle Liddell


with high cliffs, ἅλς Pind.; β. ἀκταί deep and rugged headlands, Pind.